Uspensky Leonid, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια,
τομ. 4. σελ. 300-305
Η
εικών της Γεννήσεως του Κυρίου φαίνεται συχνά, εις τα όμματα των
αμυήτων, φορτωμένη με περιττάς λεπτομερείας. Η σύνθεσίς της εμφανίζεται
ως κάπως παιδαριώδης, απερρυθμι- σμένη, μάλλον διασκεδαστική παρά
σοβαρά. Εντούτοις, αν προσπαθήσωμεν να διεισδύσωμεν εις το πνευματικό
νόημα αυτής της εικόνος και εις την σημασίαν αυτών των λεπτομερειών, θα
ίδωμεν ότι αύτη η απλοϊκότης και αυτή η αφέλεια καλύπτουν τοιούτο βάθος
περιεχομένου, το οποίον θα μας ενθυμίση τους λόγους του Ευαγγέλιου: « Ος
εάν μη δέξηται την βασιλεία του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις
αυτήν» ( Λουκ . ια, 17).
Η εικών της Γεννήσεως δεν χρησιμεύει δια την
παράστασιν του τάδε ή του δείνα ιδιαιτέρου κειμένου, εκ των αφορώντων
εις την εορτήν αυτήν. Βασιζόμενη εις την Αγία Γραφήν και την Ι.
Παράδοσιν, θέτει προ οφθαλμών καις μας αποκαλύπτει το δογματικό
περιεχόμενο και το νόημα της εορτής εν συνόλω. Τόσον με τα χρώματά της
όσο και με τον πλούτο των λεπτομερειών της, ίσως ακριβώς εξαιτίας της «
αφελότητος » των, είναι η πλέον χαρμόσυνος από τας εορτίους εικόνας.
Η εικογραφική παράδοσις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας διατηρεί ως πολύτιμον παρακαταθήκην την κλασσικήν
εικονογραφικήν εκδοχήν της Γεννήσεως του Χριστού, εκδοχήν πληρεστάτην
και πλουσιωτάτην εις περιεχόμενον. Το πρωτότυπόν της ευρίσκεται επί
αμπουλών (μικρών δοχείων επί των οποίων προσκυνηταί, επιστρέφοντες εκ
των Αγίων Τόπων, μετέφερον ολίγον έλαιον επί τας κανδήλας τας ανημμένας
εκεί). Χρονολογούνται μεταξύ του Δ΄ και του ΣΤ΄αιώνος, αρκεταί δε από
αυτάς φυλάσσονται εις τον καθεδρικόν ναόν της Monza, πλησίον του
Μιλάνου. Επί των αμπουλών αυτών παρίσταντο διάφορα γεγονότα σχετικά με
τους Αγίους Τόπους. Γνωρίζομεν, ότι, εις τον τόπον Γεννήσεως του
Σωτήρος, ο Μ. Κωνσταντίνος ήγειρε ναόν, όπου το σπήλαιον ένθα ετέχθη ο
Κύριος, εχρησίμευε ως κρύπτη. Εκεί, πιθανότατα, παρίσταντο η σκηνή της
Γεννήσεως, την οποία επαναλαμβάνουν αι αμπούλαι και η οποία εχρησίμευεν
ως πρωτότυπον δια την εικονογραφία της εορτής. Η κλασσική εκδοχή είναι η
κάτωθι: εις το κέντρο, προ ενός βάθους από όρη, το σπήλαιο με τον Κύριο
ανακεκλιμένον εις την φάτνη, μεταξύ δύο ζώων. Παραπλεύρως η Θεοτόκος
ανακεκλιμένη επί στρωμνής. Εις το άνω μέρος της εικόνος οι άγγελοι και ο
Αστήρ. Οι ποιμένες από το άλλο, οι Μάγοι ερχόμενοι να προσκυνήσουν τον
Χριστό. Κάτω, εις εκάστη γωνία, μια σκηνή: δύο γυναίκες νίπτουν το
Βρέφος και ο Ιωσήφ, καθήμενος απέναντι γέροντος ορθού, στηριζομένου επί
ράβδου.
Ως προς το περιγραφικό στοιχείο, η εικών
ανταποκρίνεται εις το κοντάκιο (ήχος Γ΄): «Η Παρθένος σήμερον το
υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Αγγελοι
μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά Αστέρος οδοιπορούσιν . Δι' ημάς
γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων υπάρχων Θεός». Η εικών
προσθέτει συνήθως δύο σκηνάς, τοποθετουμένας εις τας κάτω δύο γωνίας,
τας οποίας το κοντάκιον δεν μνημονεύει και αι οποίαι είναι ειλημμέναι
από την Παράδοσιν .
Εις το περιεχόμενόν της, η εικών της
Γεννήσεως έχει δύο όψεις: Προ παντώς αποκαλύπτει αυτήν ταύτην την ουσίαν
της Εορτής, το γεγονός της πραγματικής σαρκώσεως του Θεού. Μας θέτει
ενώπιον μιας ορατής μαρτυρίας του θεμελιώδους δόγματος της πίστεώς μας,
υπογραμμίζουσα με τας λεπτομέρειάς της τόσο την θεότητα όσο και την
ανθρωπότητα του σαρκωθέντος Λόγου. Κατά δεύτερον λόγον, η εικών της
Γεννήσεως μας δεικνύει την επενέργειαν αυτού του γεγονότος επί της
φυσικής ζωής του δημιουργημένου κόσμου και ανοίγει, κατά κάποιον τρόπο,
την προοπτική όλων των συνεπειών της. Διότι σύμφωνα με τον Αγιο Γρηγόριο
τον Νανζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου δεν είναι η εορτή της Δημιουργίας
αλλά η εορτή της Αναδημιουργίας (Λόγος ΛΗ΄), μία ανανέωσις αγιάζουσα το
σύμπαν. Η ενανθρώπισης του Θεού δίδει εις τον κόσμο ολόκληρο νόημα νέο,
το οποίο είναι ο σκοπός και ο λόγος υπάρξεώς του: την προσεχή του
μεταμόρφωσιν . Δια τούτο όλη η κτίσις λαμβάνει μέρος εις το μυστήριον
της Γεννήσεως του Λυτρωτού και βλέπομεν γύρω από τον Θεάνθρωπο τους
εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, προσφέροντας δείγματα της ευγνωμοσύνης
των, κατά το ωραίον στιχηρόν: οι άγγελοι τον ύμνον, ο ουρανός τον
αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμόν των, η γη το
σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε Παρθένον Μητέρα. Η εικών
προσθέτει τα ζώα και τα φυτά, δώρα του ζωικού και του φυτικού βασιλείου.
Το κέντρο της συνθέσεως ανταποκρίνεται εις το
κεντρικό χρονικό σημείο της Εορτής. Όλαι αι λεπτομέρειαι συγκλίνουν,
δια να το είπωμεν ούτω, προς αυτό το κέντρον: το Παιδίον,
εσπαργανωμένον, ανακεκλιμένον εις την φάτνην, εντός του σπηλαίου. Τα
ευαγγέλια δεν λέγουν τίποτε δια το σπήλαιον. Μας ομιλεί δι αυτό η
Παράδοσις. Η αρχαιοτέρα των σχετικών γραπτών μαρτυριών χρονολογείται εις
τον Β΄ αιώνα:είναι εκείνη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, όστις
ομιλεί σχετικώς εις τον Προς Τρύφωνα διάλογο (155 ή 160).
Το εις την φάτνην Παιδίον είναι ο Θεός, όστις
εφάνη εις τους « καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου», κατέβη έως τα
κατώτατα της γης, εις το σπήλαιον, ίνα ελευθερώση τον άνθρωπον από την
κατάρα της βαρυνούσης αυτόν αμαρτίας, μεταμορφώση την φύσιν του και
υψώση αυτήν εις θείαν περιωπήν . Ο Αγιος Γρηγόριος ο Νύσσης συγκρίνει
την εντός του σπηλαίου Γέννησιν με το πνευματικό φως το λάμψαν εις τα
σκότη του θανάτου, τα οποία περιβάλλουν το ανθρώπινο γένος. Η μέλαινα
οπή του σπηλαίου εις την εικόνα παριστάνει συμβολικώς τον πληγέντα,
εξαιτίας του ανθρώπου, από την αμαρτία του κόσμον, όπου ανατέλλει ο
«Ήλιος της δικαιοσύνης».
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο ομιλεί δια την
φάτνην και τα σπάργανα εις την διήγησιν της Γεννήσεως. «Και εσπαργάνωσεν
αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Και ολίγον κατόπιν η φάτνη και
τα σπάργανα αναφέρονται ως σημείον δοθέν από τον άγγελο εις τους
ποιμένας, σημείον δια του οποίου θα ανεγνώριζον ούτοι τον Σωτήρα των:
«Και τούτο υμίν το σημείον . Ευρήσετε βρέφος εσπαργωμένον, κείμενο εν
φάτνη». Η φάτνη, εις την οποία ο Χριστός ανεκλίθη, υπήρχε, σύμφωνα με
ορισμένας μαρτυρίας, μέχρι του Δ΄ αιώνος. Μετά το έτος 400 ο Αγιος
Ιερώνυμος λέγει με λύπη: «Ω, αν μου εδίδετο η χάρις να ίδω την φάτνην,
όπου ο Κύριος ανεκλίθη ! Αλλά αλλοίμονο, το αίσθημα της ευλαβείας προς
τον Χριστόν έκαμε ώστε να αφαιρεθή η πύλινη φάτνη και να αντικατασταθή
από μιαν αργυράν φάτνην . Αλλά δι εμέ πόσον πολυτιμοτέρα ήτο η
αφαιρεθείσα! Ο εις αυτήν γεννηθείς κατεδίκαζε τον χρυσόν και τον αργυρόν
». Το αναφερθέν ανωτέρω στιχηρόν μας λέγει ότι η φάτνη υπήρξε δώρον, το
οποίον η έρημος προσέφερε εις το θείο Παιδίον . Η έννοια αυτών των
λόγων μας αποκαλύπτεται από τον Αγιο Γρηγόριο τον Νανζιανζηνόν, όστις
μας λέγει ( Ομ . ΛΗ΄): Ανθρωπε όστις κατήντησες άλογος, πρόσπεσον προ
της φάτνης, δια της οποίας μεγαλώνεις, τρεφόμενος από τον Λόγον . Η
έρημος αυτή (δηλαδή εις τόπος ακατοίκητος), η οποία προσέφερε την φάτνην
ως άσυλο εις τον Κύριό μας, τον μην γενόμενον δεκτόν από τον
πολιτισμένον κόσμον, είχε προτυπωθή εις της Παλαιάν Διαθήκην : διότι,
πράγματι, εις την έρημον ενεφανίσθη εις τον εβραϊκόν λαόν το μάννα, ο
άρτος του ουρανού, όστις τον διέθρεψε, προφητική εικών της θείας
Ευχαριστίας. Ιδού, λοιπόν, ότι ο βρέξας το μάννα εις την έρημον δια τον
εβραϊκόν λαόν έγινε ο ίδιος ο άρτος της θείας Ευχαριστίας. Ο άρτος
αυτός, όστις μας διατρέφει, είναι ανακεκλιμένος εις την φάτνην, εικόνα
της Προθέσεως. Αυτός όστις θα γίνη ο ευχαριστιακός Αμνός ο υψούμενος επί
του θυσιαστηρίου.
Η σάρκωσις του Θεού άρχεται και καταλήγει με
την ταπείνωσιν . Η ταπείνωσις αυτή, όπως ακούομεν εις τον Όρθρον
εμφαίνεται εις την απουσίαν σκήπτρων και θρόνων, εις την εσχάτην
πτωχείαν, διότι τι είναι ευτελέστερον του σπηλαίου και τι ταπεινότερον
των σπαργάνων; Το σπήλαιο, η φάτνη, τα σπάργανα, περί των οποίων μας
ομιλούν τα ιερά κείμενα, και τα οποία μας δεικνύει η εικών, είναι όλα
δείγματα της κενώσεως της θεότητος, της ταπεινώσεώς της, της
ολοκληρωματικής συγκαταβάσεως Εκείνου, όστις, αόρατος κατά την θεότητά
Του, γίνεται ορατός κατά την ανθρωπότητα, γεννάται εντός του σπηλαίου
και αφήνεται να εντυλιχθεί εις σπάργανα, προτυπών ούτω τον θάνατόν Του,
τον τάφο Του, τα νεκρικά Του σπάργανα.
Εντός του σπηλαίου, αμέσως πλησίον του Κυρίου
μας, βλέπομεν τον βουν και τον όνον . Εν τούτοις, εις όλας τας
παραστάσεις της Γεννήσεως, ευρίσκομεν αυτά τα ζώα παρά το θείον Βρέφος.
Τα ευαγγέλια δεν ομιλούν περί αυτών. Εν τούτοις, εις όλας τας
παραστάσεις της Γεννήσεως, ευρίσκομεν αυτά τα ζώα παρά το θείο Βρέφος.
Αυτή η θέσις, την οποίαν κατέχουν εις το κέντρον της εικόνος, δεικνύει
την υπό της Εκκλησίας αποδιδόμενην σπουδαιότητα εις την εν λόγω
λεπτομέρειαν . Η παρουσία το βοός και του όνου εξηγείται, βεβαίως, από
την πρακτικήν ανάγκην ως το δεικνύει το Μηνιαίον του Δεκεμβρίου: η
Παρθένος εταξίδευσε επιβαίνουσα όνου. Όσο για τον βουν, ούτος είχε φερθή
από τον μνήστορα Ιωσήφ, όστις πωλών αυτόν, ήλπιζε να ανταποκριθή εις τα
έξοδα. Αλλά αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι λόγος αρκετός δια να
τοποθετηθούν τα ζώα αυτά εις άμεσον γειτνίασιν με τον Σωτήρα μας. Δεν
πρόκειται παρά δια την πλήρωσιν της προφητείας του Ησαΐου (α΄3): «Έγνω
βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού. Ισραήλ δε με
ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν ». Δεν ευρέθη θέσις εις τας κατοικίας
των ανθρώπων και οι άνθρωποι δεν εδέχθησαν τον σαρκωθέντα Θεόν . Το
σπήλαιο και η φάτνη είναι η κατοικία των ζώων. Παριστάνουσαν τον βουν
και τον όνον, η εικών μας ενθυμίζει την προφητείαν του Ησαΐου και μας
καλεί εις την γνώσιν και την κατανόησιν του Μυστηρίου της Θείας
Οικονομίας, η οποία πληρούται δια της Γεννήσεως.
Ό,τι προ παντός αλλού κάμνει εντύπωσιν, όταν
αντικρύζωμεν την εικόνα της Γεννήσεως, είναι η Παρθένος και η θέσις την
οποίαν κατέχει. Η εικών υπογραμμίζει τον ρόλο και την σπουδαιότητα, την
οποία η Εκκλησία αποδίδει εις την Θεομήτορα κατά την Γέννησιν του
Χριστού, ήτοι κατά την εορτή αυτήν της αναπλάσεως. Η Παναγία είναι η
ανακαίνισις όλων όσων εγεννήθησαν επί της γης, η νέα Εύα. Όπως ακριβώς η
πρώτη Εύα έγινε η « μητήρ ζωής» όλων, ούτω και η νέα Εύα έγινε η Μήτηρ
της δια της Σαρκώσεως του Θεού θεωθείσης ανθρωπότητος . Διότι η Σάρκωσις
αυτή δεν είναι μόνο έργο της θείας θελήσεως, αλλ' επίσης έργο της
ελευθέρας εκλογής και της πίστεως της Παρθένου Μαρίας (βλ. τον λόγο του
Νικολάου Καβάσιλα εις τον Ευαγγελισμόν ). Αλλ' η «πρώτη Εύα», ήτις έγινε
η μήτηρ της ζωής, έτεινεν ευήκοον ους εις τους λόγους του πειραστού,
εις την παραδεισιακήν κατάστασιν, εκείνην της ανθρωπίνης αθωότητος . Η
Δευτέρα Εύα, εκλεγείσα δια να γίνη η Μήτηρ του Θεού, ήκουσε τον
αγγελικόν λόγον, εις την κατάστασιν της ανθρωπίνης πτώσεως. Δια τούτο η
μοναδική αυτή εκλογή δεν την χωρίζει από την υπόλοιπο ανθρωπότητα, από
τους άλλους προγόνους και συνανθρώπους της, αγίους ή αμαρτωλούς, των
οποίων εξεπροσώπει ό,τι καλύτερον είχον εντός αυτών ( V . Lossky,
Panaghia, Messager de l ' exarcat, 4). Η Θεοτόκος είναι, μεταξύ των
δειγμάτων ευγνωμοσύνης, τα οποία τα κτίσματα προσφέρουν εις τον Κτίστην
των, το υπεροχώτερον, εκείνο το οποίο ο άνθρωπος προσφέρει εις το Θεό.
Εις το πρόσωπο της Παρθένου, η πεπτωκυία ανθρωπότης δίδει την
συγκατάθεσίν της δια την σωτηρία της, η οποία θα πραγματοποιηθή με τη
θεία Σάρκωσιν . Η εικών της Γεννήσεως υπογραμμίζει αυτόν τον ρόλο της
Θεομήτορος, καθιστώσα αυτήν προφανή όλως ιδιαιτέρως με την κεντρικήν
θέσιν της, και, ενίοτε, ωσαύτως με τας διαστάσεις της. Εις πολλάς
εικόνας, η Παναγία είναι το μεγαλύτερο όλων των προσώπων. Είναι
εξηπλωμένη πλησιέσταστα εις το Παιδίον, επί στρωμνής, αλλά γενικώς έξω
του σπήλαιου . Η στρωμνή αυτή είναι είδος φορητού στρώματος, το οποίον
οι Ιουδαίοι έφερον μεθ ' εαυτών εις όλας τας μετακινήσεις του.
Η στάσις της Παρθένου είναι πάντοτε πολύ
δηλωτική και συνδεδεμένη με τα δογματικά προβλήματα τα τιθέμενα από την
τάδε ή την δείνα εποχήν, εις τον τάδε ή εις τον δείνα τόπον. Αι
τροποποιήσεις της υπογραμμίζουν σύμφωνα με την ανάγκη, πότε την θεότητα
και πότε την ανθρωπότητα του Κυρίου. Ούτω, εις ωρισμένας παραστάσεις της
Γεννήσεως, η Παρθένος είναι ημιανακεκλιμένη, ημικαθήμενη, η δε τοιαύτη
στάσις της θέλει να σημάνει την απουσίαν ωδίνων και, κατά συνέπειαν, την
εκ παρθενικής μήτρας γέννησιν και θείαν προέλευσιν του Παιδίου (κατά
της πλάνης των Νεστοριανών). Αλλ' εις το πλείστον των παραστάσεων της
Γεννήσεως η Παρθένος είναι ανακεκλιμένη και εκφράζει με την στάσιν της
την υπέρτατην κόπωσιν . Ο Νικόλαος Μεσαρίτης, περιγράφων μια τοιαύτην
παράστασιν (εν ψηφιδωτόν της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων της
Κωνσταντινουπόλεως) λέγει, ότι η υπερβολική κόπωσις η εκφραζομένη υπό
της άνευ ωδίνων τεξάσης Παρθένου πρέπει να υπενθυμίζει εις τους πιστούς,
την απολύτως πραγματικήν ανθρωπότητα του Παιδίου («ώστε η Σάρκωσις να
μην θεωρηθή φαινομενική»).
Περί την κεντρικήν σύνθεσιν του Παιδίου και
της Μητρός του, βλέπομεν τας λεπτομερείας, αι οποίαι ως είπομεν ήδη,
μαρτυρούν συγχρόνως το γεγονός της Σαρκώσεως και την επενέργειάν του επί
της κτίσεως.
Οι άγγελοι εκλπηρούν το διπλούν των
λειτούργημα: δοξάζουν το Θεό και μηνύουν την καλήν είδησιν εις τους
ανθρώπους. Η εικών εκφράζει αυτόν τον διπλούν ρόλο, παριστάνουσα άλλους
αγγέλους εστραμμένους προς τα άνω, προς τον Θεόν, και άλλους
καταβαίνοντας προς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ποιμένες,
άνθρωποι απλοϊκοί, οι οποίοι έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον
υπερφυσικό κόσμο απ' ευθείας εις την καθημερινή ζωή των, να είναι
μάρτυρες ενός θαύματος. Παρίστανται εις την εικόνα ακούοντες την
υμνολογία των αγγέλων και συχνά εις εξ αυτών παίζει αυλόν, αναμιγνύων
την μουσικήν, τέχνην ανθρώπινην, με το αγγελικό άσμα.
Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπομεν
τους Μάγους οδηγούμενους υπό του Αστέρος. Αυτό το άστρον αφήνει μια
ακτίνα, καταλήγουσα απευθείας επάνω εις το σπήλαιον. Η ακτίς ενώνει
επίσης τον Αστέρα με εν μέρος της σφαίρας, πέραν των ορίων της εικόνος,
παριστανούσης συμβολικώς τον ουράνιον κόσμον . Η εικών δεικνύει ούτως,
ότι αυτό το άστρον δεν είναι μόνον εν κοσμικόν φαινόμενον, αλλ' επίσης
και εις αγγελιοφόρος, εκ του επέκεινα, μηνύων ότι εγεννήθη επί της γης ο
ανήκων εις τον ουρανόν .
Αν εις τους αγραμμάτους ποιμένας, το
μυστήριον απεκαλύφθη απευθείας υφ ' ενός αγγέλου, οι Μάγοι, άνδρες
επιστήμονες, οφείλουν να διανύσουν μακρόν δρόμον, φέροντα αυτούς εκ της
γνώσεως του σχετικού εις την γνώσιν του απολύτου με την μεσολάβησιν ενός
αντικειμένου των ερευνών του. Ο Αγιος Βασίλειος ο Μέγας λέγει, ότι οι
Πέρσαι αστρονόμοι μετέδιδον από γενεάς εις γενεάν την προφητείαν του
Βαλαάμ, την αναφερόμενη εις το άστρον . Εις το Όρθρον των Χριστουγέννων
ακούομεν, ότι ο Χριστός επλήρωσεν χαράς τους Μάγους, ερμηνευτάς των
λόγων του αρχαίου μάντεως Βαλαάμ και σοφούς παρατηρητάς των αστέρων. Το
άστρο είναι ούτω συγχρόνως εκπλήρωσις της προφητείας και το κοσμικόν
φαινόμενον, του οποίου η μελέτη ωδήγησε τους σοφωτέρους των ανθρώπων εις
το να προσκυνήσουν τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Ούτος είναι το φως, το
οποίον κατά τον Αγιο Λέοντα τον Μέγα, έλαμψεν εις τους εθνικούς και
εκρύβη από τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία βλέπει εις τους ποιμένας -πρώτα
τέκνα του Ισραήλ τα οποία προσεκύνησαν το Παιδίον Ιησού-, τας απαρχάς
της Ιουδαϊκής Εκκλησίας, εις δε τους Μάγους - απαρχάς όλων των εθνών-
την εξ εθνών Εκκλησία. Φέροντες εις τον Χριστόν τα δώρα των, τον καθαρό
χρυσόν ως εις τον βασιλέα των αιώνων, τον λίβανον ως εις τον Θεόν του
σύμπαντος και τη σμύρναν ως εις τον αθάνατον, όστις θα ήτο νεκρός
τριήμερος, προλέγουν τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του. Η Εκκλησία
μαρτυρεί εις την προσκύνησιν των Μάγων ότι δέχεται και αγιάζει κάθε
ανθρώπινη επιστήμη, ερχομένην προς αυτήν, αρκεί το σχετικό φως της έξω
του χριστιανισμού αποκαλύψεως να οδηγεί τους υπηρετούντας αυτό εις την
πρσκύνησιν του απολύτου φωτός. Ας προσθέσωμεν ότι οι Μάγοι παριστάνονται
γενικώς εις διαφόρους ηλικίας, δια να υπογραμμισθή ότι η αποκάλυψις
δίδεται εις τους ανθρώπους ανεξαρτήτως της ηλικίας των και της πείρας
των εις την ζωήν .
Κάτω, εις μία γωνίαν της εικόνος, δύο
γυναίκες νύπτουν το Παιδίον . Αυτή η σκηνή είναι ειλημμένη από την
Παράδοσιν, την οποίαν μας μεταδίδουν εξίσου το Ευαγγέλιον του ψευδο
-Ματθαίου και το Πρωτοευαγγέλιον του Ιακώβου. Είναι αι δύο μαίαι, τα
οποίας ο μνήστωρ Ιωσήφ έφερε εις την παρθένον . Αυτή η σκηνή της
καθημερινής ζωής δείχνει καθαρά ότι το Παιδίον τούτο είναι όμοιον προς
όλα τα αρτιγέννητα, υποκείμενον εις τας απαιτήσεις της ανθρώπινης
φύσεως. Αλλά, από το άλλο μέρος, σύμφωνα με την εξήγησιν του Νικολάου
Μεσαρίτου, αι δύο μαίαι είναι συγχρόνως μάρτυρες της θείας καταγωγής του
παιδίου : πράγματι, αφού ήλθαν καθυστερημέναι και δεν παρέστησαν κατά
την Γέννησιν, η μία εξ αυτών, η δικαία Σαλώμη (ενίοτε παριστανομένη με
φωτοστέφανον ) δεν επίστευσεν ότι μια παρθένος θα ηδύνατο να τέξη και
ετιμωρήθη δια την απιστίαν της: η χειρ, η οποία είχε τολμήσει να
ικανοποιήσει την περιέργειάν της, παρέλυσε. Μετανοήσασα και αψαμένη του
Παιδίου, ιάθη .
Μία ακόμη λεπτομέρεια δεικνύει όλως
ιδιαιτέρως ότι εις την Γέννησιν του Κυρίου μας ηττήθη η τάξις της
φύσεως. Είναι ο μνήστωρ Ιωσήφ. Δεν ανήκει εις την κεντρικήν σύνθεσιν του
Παιδίου και της Μητρός του, χωρίζεται από αυτούς σαφώς. Δεν είναι ο
πατήρ. Προ αυτού, υπό την μορφήν ποιμένος κύπτοντος υπό το βάρος των
χρόνων, ίσταται ο διάβολος πειράζων αυτόν. Μερικαί εικόνες τον
παριστάνουν είτε με μικρά κέρατα είτε με μόλις φαινομένην ουράν . Η
παρουσία του διαβόλου και ο ρόλος του ως πειραστού έχουν μία όλως
ιδιαιτέραν έννοιαν εις αυτήν την εορτή της αναπλάσεως. Η εικών,
βασιζόμενη εις την παράδοσιν, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών
κειμένων (βλ. Πρώτην και Ενάτην Ώραν ), τα οποία ομιλούν δι αμφιβολίας
του μνήστορος Ιωσήφ και τη δυσχερή ψυχολογικήν του κατάστασιν . Η εικών
εκφράζει αυτήν την κατάστασιν με την λυπημένην στάσιν του Ιωσήφ και την
υπογραμμίζει με την μέλαιναν άβυσσον του σπηλαίου, η οποία ενίοτε
χρησιμεύει ως βάθος. Η παράδοσις, την οποία μας μεταδίδουν τα απόκρυφα,
διηγείται ότι ο διάβολος έλεγε, δια να πειράξη τον μνήστορα Ιωσήφ: «Όπως
αυτή η ξηρά ράβδος δεν δύναται να αναδώση φύλλωμα, ούτως και μια
παρθένος δεν δύναται να τέξη », η δε ράβδος ήνθησεν . Το επιχείρημα του
διαβόλου συνίσταται εις την αδυναμίαν να αντείπη τις εις τους νόμους της
φύσεως. Επανέρχεται υπό διαφόρους μορφάς δια μέσου όλης της ιστορίας
της Εκκλησίας και ευρίσκεται εις την βάσιν ενός μεγάλου αριθμού
αιρέσεων. Εις το πρόσωπο του μνήστορος Ιωσήφ, η εικών μας αποκαλύπτει
όχι μόνο το προσωπικό του δράμα, αλλ' εν ανθρώπινο δράμα, εκείνο της
συναντήσεως δύο εκδοχών περί κόσμου: η μία, περιωρισμένη εις το επίπεδον
της σαρκικής και λογικής υπάρξεως, δεν δύναται να συμφωνήση λογικώς και
συναισθηματικώς προς ό,τι υπερβαίνει τον λόγο. Η άλλη, βασισμένη εις
την διαίσθηση του επέκεινα, έρχεται εις επαφήν με αυτό δια της
αποκαλύψεως και της ελλάμψεως . Αν, εις ωρισμένας εικόνας η Θεομήτωρ
παριστάνεται παρατηρούσα το Παιδίον, το οποίον εναποθέτει εις την
καρδίαν της τους αφορώντας εις αυτό λόγους, ή ακόμη παρατηρούσα
απευθείας έμπροσθέν της τον εξωτερικόν κόσμο, εις άλλας εικόνας
παρατηρεί τον μνήστορα Ιωσήφ, εκφράζουσα με το βλέμμα της την συμπάθεια,
την οποίαν εμπνέεται από την ψυχικήν του κατάστασιν, και δεικνύουσα εις
ημάς ότι ανεκτική και συμπονετική πρέπει να είναι η στάσις μας απέναντι
της απιστίας και των αμφιβολιών των ανθρώπων και όχι εχθρική.
Αυτό είναι, εις σύντομον έκθεσιν, το
περιεχόμενον της εικονογραφίας της Γεννήσεως, ως το καθορίζει ο Κανών
της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οσάκις σημειούται απομάκρυνσις από αυτόν, η
πληρότης νοήματος μειούται αναποφεύκτως εις μέγα ή μικρόν μέτρον.
Φθάνομεν ούτως ολίγον κατ' ολίγον εις παραμορφώσεις, ακόμα δε και εις
την απώλειαν του ουσιώδους τόσον εις την εικογραφίαν όσο και εις την
Αγία Γραφήν : της ιστορικής πραγματικότητος και του δογματικού της
περιεχομένου. Εν ισχυρόν παράδειγμα μας δίδεται από τας εικονογραφικάς
παραστάσεις της Δύσεως. Παριστάνουν όχι πλέον την ιδίαν την αλήθειαν, ως
κάμνει η εικών, αλλά προσωπικά ερμηνείας αυτής της αληθείας. Το
ιστορικόν και δογματικόν περιεχόμενον της εικόνος υποκαθίσταται από εν
αισθηματικόν και οικείον περιεχόμενον και η Γέννησις του Σωτήρος μας
ανάγεται εις μιαν συγκινητικήν οικογενειακή σκηνή.
Η ορθόδοξος εικών δεν αποκλείει το ανθρώπινον
στοιχείο του κόσμου τούτου. Βλέπομεν τας ανθρωπίνας γνώσεις εις τους
Μάγους, την εργασίαν και την τέχνην εις τους ποιμένας, το φυσικόν
ανθρώπινον αίσθημα εις τον μνήστορα Ιωσήφ. Αλλά αυτή η ζωή του κόσμου
παριστάνεται εις την επαφήν της με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρις εις
αυτήν την επαφή κάθε φαινόμενον της ανθρωπίνης ζωής ευρίσκει την θέσιν
του και το νόημά του, φωτίζεται από εν νέο περιεχόμενον . Ούτως η εικών
υψώνει το πνεύμα μας, τα αισθήματά μας και τας αισθήσεις μας, εις την
θεωρίαν και την γνώσιν του μυστηρίου της Σαρκώσεως και μας καθιστά
μετόχους του πνευματικού θριάμβου της εορτής.