Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Ο άσωτος είναι φίλος μου (π. Ανδρέα Κονάνου)


…Είμαι πολύ ήρεμος αυτή τη στιγμή…
Ξέρεις γιατί είμαι πολύ ήρεμος; Διότι πριν λίγο διάβαζα πάλι την παραβολή του Ασώτου Υιού. Παραβολή γλυκύτατη, ωραιότατη και γεμάτη ελπίδα, κουράγιο και μετάνοια. Μια παραβολή που με κάνει να προβληματίζομαι για πολλά. Και δίνει πολλή χαρά κι ελπίδα στην ψυχή μου.
Η διήγηση αυτή του Χριστού βάζει πολλά πράγματα στη σωστή τους θέση. Εμένα προσωπικά με ησυχάζει. Γιατί με πείθει ότι υπάρχει μια απέραντη αγάπη. Με βεβαιώνει ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη αγκαλιά που περιμένει όλον τον κόσμο, και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να σώσει τους πάντες. Και είναι σα να μου λέει ο Θεός «Ηρέμησε, ησύχασε, κατάλαβε λίγο τα μέτρα σου, τις αντοχές και τα όριά σου. Κι άσε Με να κάνω τη δουλειά Μου, και μη χαλάς το έργο Μου με την ένταση, την αγωνία και τον πανικό Σου».
Τι όμορφη αυτή η παραβολή!
Ο Κύριός μας λέει, ότι ο νεώτερος υιός ξεσηκώθηκε κι έφυγε. Ήθελε να κάνει την επανάστασή του και να ζήσει τη ζωή του… [κ.λ.π. κ.λ.π.]
Γνωστά πράγματα σου λέω, το ξέρω.
Δεν ξέρω όμως αν έχουμε νοιώσει τη δυναμική αυτών των γεγονότων. Τα διαβάζουμε τόσα χρόνια, τ’ ακούμε τόσες φορές στην Εκκλησία, κάθε χρόνο…
Και παρ’ όλο που τ’ ακούμε, παρ’ όλο που τα διαβάζουμε, η ψυχή μας εξακολουθεί να είναι ταραγμένη, η καρδιά μας είναι πάλι αγχωμένη. Στεναχωριόμαστε πολύ διότι το παιδί μας δεν μας καταλαβαίνει. Κι αργεί. Και γυρίζει εδώ κι εκεί. Κι ασωτεύει. Και μπλέκει. Και μπαίνει φυλακή και έχει περιπέτειες. Ιστορίες με ναρκωτικά, κοπέλες, αγόρια, παρέες. Ταλαιπωρίες ατέλειωτες. Σκέφτεσαι όλ’ αυτά κι αρρωσταίνεις. Και στεναχωριέσαι. Και μαραζώνεις.
Κι έρχεται αυτή η παραβολή και σε γαληνεύει. Μόνο όμως αν το θελήσεις κι εσύ να ηρεμήσεις. Και να εμπιστευτείς τα πάντα στο Θεό.

Τα πάντα όμως!

Το πιο δύσκολο στην πνευματική ζωή είναι ακριβώς αυτή η εμπιστοσύνη στο Θεό. Nα εμπιστευτείς και να πεις «Υπάρχει ένας Πατέρας. Ένας πολύ καλός Πατέρας, που δεν συγκρίνεται με εμένα».
Είσαι και συ πατέρας. Είσαι και συ μητέρα. Ωραία. Μα δεν συγκρίνεσαι εσύ με το Θεό Πατέρα. Ό,τι και να κάνεις εσύ, δεν είσαι σαν το Θεό. Όσο και να λες ότι αγαπάς το παιδί σου, δεν μπορείς να κάνεις αυτά που κάνει η αγάπη του Θεού.
Έχουμε τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Και λέμε ότι θέλουμε να τους βοηθήσουμε. Κι ότι θέλουμε το καλό και τη διόρθωσή τους. Πιστεύουμε ότι ποθούμε την επιστροφή και τη μετάνοιά τους.
Είναι όμως αυτή η αλήθεια;
Είναι αυτά τα κίνητρά μας;
…Νοιώθω ότι τις περισσότερες φορές, θέλουμε να βοηθήσουμε άλλους, όχι επειδή μας το ζητούν μα γιατί το ’χουμε εμείς οι ίδιοι ανάγκη…
Μη βιαστείς να πεις ότι δεν είναι έτσι.
Αν συμβεί κάτι ντροπιαστικό στο σπίτι μας, λέμε αμέσως: «Τώρα πώς θα μας βλέπουν στη γειτονιά; Τι θα λένε για μας; Πώς θα τους κοιτάμε στα μάτια μ’ ένα τέτοιο παιδί; Ντροπιαστήκαμε τόσο μ’ αυτά που ακούστηκαν για το σπίτι μας. Ρεζίλι γίναμε στους συγγενείς με τα χάλια του παιδιού μας».
Είναι τόσο επώδυνη αυτή η ντροπή, και τόσο επιθυμητή η καλή κοινωνική εικόνα, και κυρίως η καλή θρησκευτική και εκκλησιαστική εικόνα!...
Δεν ξέρω αν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να προσπεράσουν τη γνώμη και τα σχόλια του κόσμου, και να κοιτάνε μόνο την ψυχή του αγαπημένου τους ανθρώπου με καθαρή πατρική αγάπη.
Και να πουν στον πληγωμένο άνθρωπό τους, «Εγώ νοιάζομαι για σένα, για τη δική σου ευτυχία και ηρεμία. …Όχι τι θα πουν οι άνθρωποι…, δεν ζούμε γι’ αυτούς. Ζούμε για το Θεό… Απέναντί Του να ’μαστε εντάξει και να ’χουμε αληθινές και ειλικρινείς σχέσεις μεταξύ μας».
Το ζητούμενο στην πνευματική ζωή είναι αυτές ακριβώς οι βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις. Έχουμε τέτοιες σχέσεις εμείς; … Που λέμε ότι είμαστε μέσα στην Εκκλησία;

Είμαστε όμως στ’ αλήθεια άνθρωποι του Θεού;

Ξέρεις πόσοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή χωρίς να το ξέρουν, είναι μέσα στην Εκκλησία; Σωματικά, είναι εκτός. Η ψυχή τους όμως είναι μέσα, χωρίς να το καταλαβαίνει. Η προδιάθεσή τους, η ψυχική τους κατάσταση, η ποιότητα της καρδιάς τους, όλα αυτά είναι μέσα στην Εκκλησία. Όμως τα σώματά τους είναι έξω. Βρίσκονται σε κέντρα, ξενυχτούν, αλητεύουν, γυρνούν στους δρόμους, χωρίς να ξέρουν τι ζητούν. Παίρνουν ναρκωτικά, μπλέκουν με κοπέλες, μ’ αγόρια, με περίεργες καταστάσεις, με διάφορα κυκλώματα.
Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ κοντά στο να βρουν το Θεό. Τους χωρίζει μια πολλή λεπτή γραμμή να Τον αναζητήσουν με γνήσιο και ταπεινό τρόπο. Και να πουν «Θεέ μου, ελέησέ με, βοήθησέ με. Χάνομαι. Αγκάλιασέ με, ζέστανέ με». Είναι πολύ κοντά στο να δεχτούν αυτή την αγκαλιά και να γίνουν καινούργιοι άνθρωποι. Μεταμορφωμένοι, ταπεινωμένοι, με γλυκύτητα στην καρδιά και μ’ ένα γλυκασμό στο πρόσωπο.
Θέλω να σου πω και κάτι που παρέλειψα. Αυτή η παραβολή μου δημιουργεί μεγάλες τύψεις. Με κάνει να προβληματίζομαι και να ντρέπομαι. Διότι αυτή η πατρική αγάπη κι αγκαλιά, που θα ’πρεπε να φανερώνεται στον κόσμο, είναι ακριβώς ο χώρος της Εκκλησίας… εγώ, …εσύ, …οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Μας αφήνει ο Θεός στη γη και μας λέει «Παιδιά μου, εσείς να δείχνετε στον κόσμο το δικό Μου καλό πρόσωπο. Τη δική Μου καλοσύνη. Μην το ξεχνάτε. Σκοπός σας είναι να φανερώνετε τη δική Μου πατρότητα, που κρύβει μέσα και μητρότητα. Να δίνετε σ’ όλους τη δική Μου καλοσύνη, ζεστασιά και κατανόηση. Τη μοναδική δική μου συμπόνοια, συμπάθεια και άφεση». Κι αναρωτιέμαι ντροπιασμένος: Πού είναι όλα αυτά; Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μας βλέπουν οι άνθρωποι και βγάζουν ως συμπέρασμα για μας, ότι είμαστε οι κακοί που θα μαλώσουμε και θα τιμωρήσουμε. Ή, που θα συγχωρήσουμε μεν, αλλά μετά θ’ ακουστεί ένα τεράστιο «αλλά»!! Δηλαδή, «Σε συγχωρώ, αλλά από δω και πέρα θα πρέπει να κάνεις αυτό, αυτό, αυτό, αυτό». Κι αρχίζουμε παραγγελίες, μαλώματα, επιτίμια, αυστηρότητες. Και λέει ο νέος που μας πλησιάζει, «Δηλαδή, αυτή η αρχική γλυκύτητα που μου έδειξες, τι ήταν; Τι ήταν αυτό το ελκυστικό ξεκίνημα; Αυτά τα χαμόγελα που μου ’δειχνες στην αρχή και οι ωραίες φράσεις “έλα κοντά μας να νοιώσεις κάτι ωραίο”. Πού ’ναι τώρα αυτό το ωραίο;»

Είμαστε μέσα στην Εκκλησία.

Μα πολλές φορές μοιάζουμε μ’ αυτό το μεγάλο παιδί της παραβολής. Τον πρεσβύτερο γιο. Αυτός ήταν καλό παιδί. Μα δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα του. Ήταν μέσα στο σπίτι, αλλά δεν επικοινωνούσε. Στην ουσία, αυτός ήταν πιο μεγάλος άσωτος από τον αδερφό του.
Ήταν μες στο σπίτι, μα δεν ένοιωθε την αγάπη του πατέρα του. Ήταν μες στο σπίτι, αλλά ήταν εγωιστής, δεν είχε μέσα του αγάπη. Δεν αγαπούσε ούτε τον πατέρα, ούτε τον αδερφό του που έλειπε. Δεν λαχταρούσε ποτέ την επιστροφή του αδερφού του.
Ένοιωθε ξεχωριστός κι όχι ενωμένος με τον αδερφό του. Είχε ξεχωρίσει την τύχη του και έλεγε «Δεν μ’ ενδιαφέρει ο αδερφός μου. Η ζωή του είναι διαφορετική απ’ τη δική μου».
Είμαι εδώ. Μένω στο σπίτι και δουλεύω. Είμαι το καθωσπρέπει παιδί.


Ήταν μες στο σπίτι. Μα η καρδιά του ήταν μακριά.
Ο άλλος έφυγε απ’ το σπίτι, μα αγαπούσε τον πατέρα του. Όταν ήταν μικρό παιδάκι και ζούσε στο σπίτι, μαζί με τον πατέρα του, είχε υπάρξει μεταξύ τους ένας αληθινός δεσμός αγάπης. Είχε μπει μια σφραγίδα στην ψυχή του. Τότε. Στα παιδικά του χρόνια. Κι αυτή η σφραγίδα τον κυνηγούσε όπου κι αν πήγαινε.
Τον περικύκλωνε το φως της πατρικής αγάπης, το έλεος του Θεού. «Το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».
Έφυγε.
Ο πατέρας του τον σεβάστηκε και τον άφησε ήσυχο.
Απίστευτος αυτός ο σεβασμός του Θεού.
Όχι οι άνθρωποι του Θεού. Μα ο Θεός. Πόσο πολύ σε σέβεται ο Θεός!
Τον άφησε να φύγει. «Πήγαινε, παιδί μου». «Δηλαδή, πατέρα, δε μ’ αγαπάς;» «Σ’ αγαπάω, πάρα πολύ». «Δηλαδή, θες να φύγω;» «Καθόλου». «Δηλαδή, δεν πονάς που φεύγω;» «Πονάω». «Τότε γιατί δεν κάνεις τίποτα να με εμποδίσεις;» «Κάνω, παιδί μου». «Τι;» «Σε σέβομαι. Αν μπορείς να κοιτάξεις στα μάτια μου αυτή τη στιγμή, που είναι δακρυσμένα, αν μπορείς να δεις την καρδιά μου και να νοιώσεις πόσο σ’ αγαπά, θα εκπλαγείς. Μα προηγείσαι εσύ. Όλα τα δικά μου τα βάζω μετά απ’ τη δική σου ελευθερία. Πάνω απ’ όλα εσύ… Θέλω, παιδί μου, να κάτσεις κοντά μου επειδή μ’ αγαπάς. Κι αν δεν νοιώθεις αυτή μου την αγάπη, κινήσου ελεύθερα. Κάνε τις επιλογές σου. Εγώ θα ’μαι πάλι μαζί σου». «Μα πώς θα ’σαι μαζί μου, πατέρα; Εσύ, πατέρα, θα κάτσεις στο σπίτι. Εγώ φεύγω. Θα ξενυχτάω, θα γυρνάω, θα τα σπάω, θα πίνω, θα μεθάω, θα ’χω φιλενάδες. Εσύ τι θα κάνεις;» «Θα ’μαι μαζί σου». «Μα πώς θα ’σαι μαζί μου; Αφού τώρα ήδη με χαιρετάς. Σε αντικρίζω από μακριά. Σε βλέπω, κουνάς το μαντήλι και μου λες “παιδί μου, γειά” και εγώ στρίβω στο δρόμο στο βάθος, και μετά από λίγο δεν με βλέπεις, χάθηκα πλέον». «Θα ’μαι μαζί σου. Εγώ θα ’μαι μαζί σου, γιατί εγώ θα σ’ αγαπάω. Θα ’μαι εδώ, αλλά θα ’μαι κι εκεί. Αλλά θα ’μαι απαλά. Δε θα ’μαι καταπιεστικά, ούτε ενοχικά, ώστε να σε πνίγω στις τύψεις. Ούτε αγχωτικά, για να πιέζεσαι. Αλλά με απεριόριστο σεβασμό. Με τεράστια υπομονή. Και με πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτός είναι ο τρόπος που θα σε κυκλώνω. Θα σε περικυκλώνω με την αγάπη μου».

Μπορείς να το κάνεις αυτό κι εσύ;

Άσε το παιδί σου, άσε τον άντρα σου, άσε τη γυναίκα σου, άσ’ τους όλους ήσυχους να κάνουν τις επιλογές τους, να πάρουν τις αποφάσεις τους.
Μην πιέζεις κανέναν.
Μην ενοχλείς τους άλλους.
Το μεγάλο σου πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Έχεις μεταθέσει το πρόβλημά σου στους άλλους και δεν κοιτάς μέσα σου.
Δεν σου φταίει κανένας για την ευτυχία που δεν έχεις. Δε σου φταίει κανένας για τη μιζέρια που κουβαλάς. Δε σου φταίει κανένας για το κενό που υπάρχει στην ψυχή σου…
Το πρόβλημα είναι δικό μου. Κάτι δικό μου έχω που με βασανίζει.
Αν είναι δυνατόν, η ευτυχία η δικιά μου να εξαρτάται από το τι θα κάνει το παιδί μου ή η γυναίκα μου ή ο άντρας μου ή ο γείτονάς μου.
Δηλαδή, για να γίνω εγώ ευτυχισμένος, θα πρέπει ν’ αλλάξουν οι άλλοι; …
Δεν έχω καλή σχέση με το Θεό. Και μετά, για να ’μαι εγώ ευτυχισμένος, ζητώ απ’ τους άλλους να αλλάζουν.
«Κάνε αυτό, να σε χαρώ». Θα χαρείς αν με δεις εμένα να αλλάζω με το ζόρι; Και τι θες να ’χεις δίπλα σου; Τι είναι ο άλλος; Ένα μπιμπελό, ένα παιχνιδάκι που το παίρνεις από δω και το βάζεις εκεί, κι ευχαριστιέσαι; Μα το παιδί σου και ο άνθρωπός σου δεν είναι κτήμα σου. Έχει δική του προσωπικότητα, δική του ψυχή ανεξάρτητη, και ζητά το δικό του ζωτικό χώρο. Και ελευθερία.
Παρ’ το απόφαση. Δεν μπορείς να ελέγχεις τους άλλους…
Έχω δει μάνες και πατέρες, οι οποίοι αγαπούν πολύ τα παιδιά τους, θέλουν πολύ τη διόρθωσή τους, την επιστροφή κι αλλαγή τους. Μα σέβονται απεριόριστα τα παιδιά τους. Κι έχουν καταλάβει αυτοί οι γονείς ότι δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τον άλλον με φωνές.
Παρ’ το απόφαση: Δεν αλλάζει ο άλλος με τις φωνές σου…
Δεν αλλάζει έτσι ο κόσμος.
Άσε το παιδί σου ήσυχο.
Πες του το σωστό. Εννοείται. Θα το πεις μία. Θα το πεις δύο. Θα το πεις τρεις. Μετά; Τι θα κάνεις; «Όχι, εγώ θέλω να τον δω ν’ αλλάζει τώρα». Παραδέξου το. Είναι δική σου ανάγκη να κάνεις τον κόσμο όπως εσύ τον θέλεις. Άρα έχεις δικό σου θέμα…
Ο κάθε βασανισμένος ξέρει το σωστό. Δύναμη του λείπει. Ξέρει ότι αυτό που κάνει είναι αμαρτία, είναι ασωτία, είναι περιπέτεια. Το μυαλό του το ξέρει. Όμως δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει.
Μπορείς να του στείλεις δύναμη;
Μπορείς να κάνεις ένα θαύμα στην ψυχή του; Εκεί θα ευχόμουν να δραστηριοποιηθείς.
Πόσα παιδιά έχεις; Τρία; Τέσσερα;
Μπορείς να κάνεις κάθε μέρα ένα τέταρτο της ώρας προσευχή για το κάθε σου παιδί; Μια προσευχή αφοσιωμένη, μέσα στην αγάπη, το έλεος και το φως του Χριστού. Προσευχήσου με τρόπο που να νοιώθεις ότι περικυκλώνεις το παιδί σου και το τυλίγεις μες στην προσευχή. Και μετά απ’ αυτή την προσευχή, άφησέ το ήσυχο να βγει στη ζωή και στην κοινωνία. Και μην το κυνηγάς εσύ άλλο.
Θα το κυνηγάει η δύναμη της προσευχής σου!
Αν έχεις τέτοια δύναμη στην προσευχή. Αν δεν έχεις, τότε τι παλεύεις με σκέτα λόγια;
Θ’ αλλάξουν τα λόγια τους ανθρώπους; Αλλάζει κανείς με λόγια;
Βιβλία υπάρχουν. Λόγια υπάρχουν. Ομιλίες γίνονται. Μιλάμε…
Μα δεν αρκούν όλα αυτά για να αλλάξει ο κόσμος. Αν δεν διοχετευτεί μαζί με το λόγο μια θεϊκή πηγή ενέργειας, η χάρη του Θεού, το έλεος του Χριστού, πώς θ’ αλλάξει κανείς; …
Τα τελευταία χρόνια έχω καταλάβει αυτή τη μεγάλη αλήθεια πολύ έντονα. Και το χαίρομαι. Κι ευχαριστώ πάρα πολύ το Θεό και τους ανθρώπους που με βοήθησαν να καταλάβω αυτή την αλήθεια: Ότι πρέπει να σέβομαι τον άλλον. Διότι δεν μπορώ να τον αλλάξω. Εδώ και καιρό,… δεν συμβουλεύω πλέον με συγκεκριμένες οδηγίες τι να κάνει ο καθένας. Το μόνο που συμβουλεύω είναι να προσεύχεται. Παροτρύνω να έρχεται σε επαφή με την πηγή της ζωής, της αλήθειας και της σοφίας, που ’ναι ο Θεός.

Έλα σ’ επαφή με το Θεό!

Και θα σε φωτίσει με τρόπο προσωπικό ο Θεός. Μην περιμένεις από μένα να σου λέω τι να κάνεις. Δεν θα περπατήσω εγώ για σένα.
Έρχεται ο άλλος και μου λέει ότι καπνίζει και πιέζεται. Ή ότι βρίζει, ότι ασωτεύει. Εγώ, ως «καλός» παπάς, πρέπει εκείνη την ώρα να του πω «Παιδί μου, αυτό είναι αμαρτία». Μα αυτή είναι η δουλειά μου; Να ονοματίζω τις αμαρτίες του κόσμου; Έγινα παπάς, για να λέω διαρκώς «αυτό είναι αμαρτία»;
Μα για να ’ρθει να εξομολογηθεί κάποιος, σημαίνει πως το ξέρει ότι είναι αμαρτία. Η δουλειά μου είναι πώς να κάνω αυτόν τον άνθρωπο να νοιώσει τη χαρά, … την αγάπη που δίνει ο Χριστός…
Ο κάθε αμαρτωλός άνθρωπος που με πλησιάζει, στην ουσία δείχνει την εσωτερική του ανασφάλεια. Έχει δική του ανάγκη και πολλά δικά του κενά. Αυτά τα κενά πώς θα τα γεμίσω; Πώς;
Με παρατηρήσεις; Δε γεμίζουν έτσι τα κενά της ψυχής.
Με μαλώματα; Αντίδραση θα βγάλει.
Με φωνές; Το αντίθετο θα πετύχω.
Τι έκανε ο Θεός μας, ο Πατέρας της παραβολής αυτής;
Διαβάζοντας το ιερό κείμενο βλέπουμε: Αγκαλιά, φιλιά, πλύσιμο, καθάρισμα, δαχτυλίδι, καινούργια παπούτσια, ρούχα λαμπρά, αρώματα, γλέντι, τραγούδι, χορός, ευχάριστη ατμόσφαιρα, συμφωνίες, ευτυχία.
Το φως αυτής της αγάπης, το φως αυτό το γλυκό, το καθαρτικό και θεραπευτικό που καθαρίζει, εξαγνίζει και μαλακώνει, αυτό το φως σβήνει όλα τα αμαρτήματα. Και μετά δεν θέλεις πλέον να κάνεις αμαρτίες. Όχι γιατί στο επέβαλε κάποιος απέξω, μα γιατί είσαι γεμάτος, πλήρης, αναπαυμένος. Η αρετή είναι κατάσταση που βγαίνει από μέσα προς τα έξω… Με την αγάπη λοιπόν θ’ αλλάξει κάποιος, αν αλλάξει. Μπορεί και να μην αλλάξει. Δε σου πέφτει λόγος τελικά τι θα γίνει με τον καθένα… Γιατί αν κανείς καταλάβει το Θεό και ειδικά αν καταλάβει αυτή την παραβολή, το πρώτο και βασικότερο που μπορεί να κάνει, είναι αυτό: Να ηρεμήσει. Ηρεμία και ησυχία μες στην ψυχή μου.
Εμπιστοσύνη απόλυτη στο Θεό μου. Aν έστω και λίγο αμφιβάλλω ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα για να σώσει τους ανθρώπους γενικά, αλλά και το δικό μου άνθρωπο, αν έστω και λίγο αμφιβάλλω ότι η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δική μου, ε, τότε είναι πολύ φανερό ότι στην πραγματικότητα δεν καίγομαι για τον άνθρωπό μου, όσο καίγομαι να γίνει το δικό μου.
Αν δε με καταλαβαίνεις, συνέχισέ το. Ταλαιπωρήσου εσύ, ταλαιπώρησε και τους άλλους. Βράστε στο ζουμί σας, συνεχίστε τα ίδια λάθη, ματώστε μύτες, χτυπηθείτε, πλακωθείτε, παρεξηγηθείτε, κάντε ό,τι θέλετε.
Δεν είναι όμως αυτό το ήθος που βγαίνει απ’ την παραβολή του ασώτου υιού… Αυτή η στάση θέλει πολύ μεγάλη και δυνατή καρδιά.
Σημαίνει ότι παίρνω απόφαση να είμαι αναπαυμένος και αναπαυμένη με το Θεό και να μην ενοχλώ πλέον τους ανθρώπους δίπλα μου. Και να μη θέλω κανέναν πλέον να τον κάνω όπως αρέσει σε μένα. Αν θέλει να αλλάξει, ας αλλάξει. Όποιος θέλει, ας βοηθηθεί. Χωρίς δικές μου παρατηρήσεις όμως.
Σταμάτα να παρατηρείς και να πιέζεις τους άλλους.
Άσε τον κόσμο στην ησυχία του.
Κάποτε είχα κάνει μια ομιλία με αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «Άσε το παιδί σου ήσυχο». Μου άρεσε αυτός ο τίτλος…
Το ’χεις τρελάνει το παιδί σου με τα ωραία που του λες, με τα κηρύγματα και την τόση καταπίεση.
Ξεχνάς όμως κάτι: το παιδί σου, συνήθως, ξέρει το σωστό. Μα δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει. Αυτό ζητά. Μια δύναμη!
Κι αυτή είναι η πρόκλησή σου, ως γονιός!
Κάνε το θαύμα που έλεγα πριν.
Άλλαξέ του τη ζωή με την προσευχή σου. Με το βλέμμα σου. Με την καλοσύνη σου. Με την αγάπη σου. Με την ελευθερία σου.
Μην αφήσεις ποτέ ήσυχο το παιδί σου. Να ’σαι ενοχλητική.
Αλλά πώς;
Με την αγάπη και την προσευχή! Να ’σαι πάντα ενοχλητική στο Θεό. Όχι στο παιδί. Ούτε στους άλλους. Μόνο το Θεό να ενοχλείς συνέχεια.
Μπορείς; Μπορείς το βράδυ να ξυπνάς και να προσεύχεσαι για τα παιδιά όλου του κόσμου και τα δικά σου παιδιά; Κάν’ το. Αλλά άσε το παιδί σου ήσυχο.

Βλέπεις τα λείψανα των αγίων. Ενοχλούν κανέναν;

Πόσοι πολλοί είναι αυτοί που περνάνε απ’ τη Χαλκίδα και τους γύρω δρόμους, στην Εύβοια! Πάνε πάνω κάτω, στους διάφορους προορισμούς τους. Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος είναι μέσα στο ναό. Ήσυχος. Χαριτόβρυτο το λείψανό του. Αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Αμαρτωλούς, αρρώστους, καλούς, κακούς. Υπάρχει εκεί. Δεν ενοχλεί. Είναι μια αγκαλιά που περιμένει όποιον θέλει να μπει. Μόνο αυτό κάνει.
Μπορείς να γίνεις ένα τέτοιο άγιο λείψανο;
Να ζεις και να υπάρχεις μ’ έναν τρόπο ανοιχτό και διαθέσιμο, που να μπορείς να τραβήξεις τον άλλον, αν το θελήσει. Αν δε θελήσει, ας μη θελήσει. Μπορεί να μη θελήσει, μα θα ’χει καταλάβει οπωσδήποτε ότι τον αγαπάς. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο…
Με κάνει και μετανοιώνω αυτή η παραβολή [του ασώτου], γιατί νοιώθω την ανεπάρκειά μου, το έλλειμμα, τη φτώχεια και αποτυχία μου στο θέμα αυτό.
…Δεν είμαστε όπως θα ’πρεπε να είμαστε. Δεν λειτουργούμε ως μια ανοιχτή αγκαλιά για τον κόσμο.

Κάτι δεν πάει καλά μ’ εμάς τους ανθρώπους του Θεού.

Μα ευτυχώς ο Θεός έχει άλλο ήθος, και φέρεται διαφορετικά. Γι’ αυτό και ηρεμούμε και Τον εμπιστευόμαστε.
Κι όταν ακόμα το παιδί σου αργεί, να κοιμάσαι ήσυχος. Κάνε την προσευχούλα σου, αλλά να ξέρεις ότι και αν κοιμηθείς ήσυχος, πάλι είσαι καλός γονέας. Μην έχεις τύψεις και λες «Α, αφού δεν κάθομαι να περιμένω άυπνος το παιδί μου, δεν είμαι καλός γονιός». Όχι. Είσαι καλός, ακόμα κι αν κοιμηθείς κάποια στιγμή. Γιατί; Διότι το εμπιστεύεσαι στο Θεό.
Λοιπόν, έλα να κάνουμε μια πνευματική άσκηση μαζί:
Φέρε στο μυαλό σου ένα άτομο για του οποίου τη ζωή έχεις αγωνία. Ή περνά έναν κίνδυνο σε θέματα υγείας ή πνευματικής πορείας. Οτιδήποτε. Αυτό το άτομο τώρα, τι σχέση έχει μαζί σου; Aπό εκεί που είσαι, μπορείς να του προσφέρεις κάτι;
Όχι. Είναι μακριά σου και είσαι μακριά του. Tο μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι μια προσευχή για χάρη του.
Ο Θεός όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή, αυτό το άτομο που εσύ αγαπάς και νοιάζεσαι, το κυκλώνει. Το περικυκλώνει με την αγάπη Του, με το νοιάξιμό Του. Τώρα!

Τον νοιάζεται ο Θεός τον άνθρωπό σου.

Αν το καταλάβεις αυτό κι αφήσεις να σε διαποτίσει αυτή η αλήθεια σαν μια σταγόνα λάδι, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ θα ηρεμήσεις για όλον τον κόσμο. Για τα σύμπαντα όλα. Για όλους τους αμαρτωλούς, τους μπλεγμένους και μπερδεμένους.
Αναρωτιέσαι πολλές φορές, τι θα κάνει ο Θεός με τον έναν, με τον άλλον. Ξέρει Αυτός. Κι αν δεις τα πράγματα έτσι, ησυχάζεις και λες «Δόξα τω Θεώ. Εσύ, Κύριέ μου, μπορείς και τους άσωτους να τους κάνεις σώφρονες, ταπεινούς και ωραίους και καθαρούς και περιποιημένους και αγνούς και γλυκύτατους και όμορφους και όμορφες. Εσύ τα αλλάζεις όλα.
Ε, αυτό που μένει, είναι, ν’ αλλάξεις, Κύριε, κι εμένα.
Αυτό που μένει, Κύριε, είναι, να με βοηθήσεις κι εμένα να καταλάβω πόσο πολύ άσωτος είμαι κι εγώ. Και να ζητήσω, Κύριε, μια συγνώμη. Έστω και από μέσα μου. Μιας και ντρέπομαι να το πω δυνατά. Διότι έχω εγωισμό και δεν μπορώ.
Αν είχα τη δύναμη, θα ζήταγα συγνώμη απ’ όλους αυτούς, που σ’ όλη μου τη ζωή ήθελα δήθεν να βοηθήσω και να τους κάνω καλούς. Και θα τους έλεγα “Εγώ ήμουν πολύ πιο κακός από σένα. Εγώ ήμουν πολύ πιο αμαρτωλός από σένα. Πολύ πιο υποκριτής, ψεύτικος και νόθος. Φαντάσου. Δεν ήμουν ο ίδιος αληθινός, και παρίστανα σε σένα τον αληθινό, κι ότι δήθεν θέλω το καλό σου”».

Αλλά με τέτοιον τρόπο, φίλε μου, δεν πείθεις.

Καταλαβαίνει ο άλλος τι ακούει. Καταλαβαίνει ο άλλος τι βλέπει. Κι αισθάνεται όχι αυτό που λες με τα χείλη σου, αλλά αυτό που γίνεται μέσα σου, κι εκπέμπεται απ’ την ψυχή σου.
Ξέρεις τι είναι να κάτσεις στο δωμάτιό σου, σιωπηλός και να προσευχηθείς γι’ αυτόν που θέλεις να βοηθήσεις!...
Τελείως, τελείως σιωπηλός.
Μεγάλη υπόθεση…
…Χωρίς να έχεις κάνει τίποτε άλλο εσύ, παρά μόνο προσευχή. Ούτε αναπάντητη στο κινητό, ούτε μήνυμα. Καμία ανθρώπινη κίνηση. Αλλά να προσπαθείς να αγγίξεις το Θεό. Να γίνεις φίλος του Χριστού. Κι αν γίνεις φίλος Του, το πρώτο που θα σου πει, είναι «Τι θέλεις; Για πες μου, τι θέλεις. Ζήτα μου να κάνω κάτι για σένα, να σε ευχαριστήσω». Και τότε λες «Κύριέ μου, έχω αυτόν τον άνθρωπο. Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Βοήθησε να καταλάβει πόσο τον αγαπάω».
Και θα το κάνει αμέσως ο Χριστός.
Ο τρόπος αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός.
Γι’ αυτό δεν αλλάζει η κοινωνία…
Παρόλο που νοιώθουμε καλοί άνθρωποι και παιδιά του Θεού, εντούτοις είμαστε εις «χώραν μακράν», δηλαδή μακριά απ’ το Θεό και μακριά νυχτωμένοι.
Είναι τραγικό: Είμαστε τόσο κοντά Του, μες στην Εκκλησία Του. Κι όμως είμαστε άσωτοι…
…Δεν είμαστε έτοιμοι να ζυμωθούμε μέσα μας και να αλλάξουμε. Δεν αντέχουμε να πούμε «Κύριε, είμαι έτοιμος να μου επισημάνεις τα πολλά λάθη της ζωής μου και να με διορθώσεις»…

Στην τελική, αυτή είναι η μετάνοια.

...Μην ακολουθούμε την ίδια τακτική, ξανά και ξανά. Κάνουμε συνέχεια τα ίδια λάθη. Τις ίδιες άστοχες κινήσεις. Την ίδια αποτυχημένη ποιμαντική… που ήδη απέτυχε τόσα χρόνια, στη σχέση μας με τον κόσμο, με τη γυναίκα μας, τον άντρα, τα παιδιά μας, τους φίλους μας.
Έχουμε αποτύχει με όλες τις τακτικές μας.
Απόδειξη: Κάθε φορά που τις εφαρμόζουμε, δημιουργούμε τόσες εντάσεις, κακίες, κόντρες. Το αντίθετο από αυτό που θέλαμε.
Ο πατέρας του ασώτου αυτό έδειξε: Ότι δεν επιμένει στην αμαρτία. Δεν εστιάζει στο κακό. Μα βλέπει την υγεία ακόμα κι εκεί, που εμείς βλέπουμε μόνο καταστροφή κι συμφορά…
…Να θυμάσαι αυτή τη φράση, που είπε ο εργάτης στο μεγάλο αδερφό του άσωτου, όταν ρώτησε για τη φασαρία και τα γλέντια. «Ξέρεις γιατί κάνουνε γλέντια; Γιατί ο πατέρας σου παρέλαβε «υγιαίνοντα» τον αδερφό σου. Ήρθε υγιής ο αδερφός σου. Είναι ζωντανός. Και είναι καλά».
Ο Θεός έβλεπε μια υγεία σε όλο αυτό. Ήταν η υγεία της γνησιότητας του ήθους του ασώτου.
Ήταν καλά, όντως!
Αμαρτωλός, αλλά καλά!
Το πρόβλημα το μεγάλο δεν είναι η αμαρτία του κόσμου. Το πρόβλημα είναι η υποκρισία αυτών που νομίζουν ότι δεν είναι αμαρτωλοί.
Εκεί είναι η μεγάλη αρρώστια. Κι εκεί δυστυχώς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα. Γιατί όλοι είμαστε τόσο σίγουροι για τον εαυτό μας, και τόσο αυστηροί στους άλλους.

Κι αν δεν θέλεις ν’ αλλάξει κάτι μέσα σου, …

…Ας συνεχίσεις να ζεις όπως ζούσες ως τώρα. Μόνο, αν θες, να παρατηρείς τ’ αποτελέσματα των πράξεών σου. Από κει θα καταλάβεις πολλά. Αν τ’αποτελέσματα είναι θετικά και προάγουν την αγάπη και την ενότητα στο σπίτι σου, κι αν έρχεται ένα κλίμα γαλήνης και ηρεμίας, τότε, συνέχισέ το. Το πας καλά.
Αν όμως βλέπεις ότι με την τακτική σου χάνεις τα παιδιά, τη γυναίκα σου, τον έλεγχό τους, την εμπιστοσύνη τους! Αν βλέπεις ότι σε κοροϊδεύουν όχι μόνο πίσω απ’ την πλάτη σου, αλλά και μπροστά σου! Κι αν ζεις με την ψευδαίσθηση ότι εσύ τους ελέγχεις, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν ελέγχεις!
Τότε, αν θέλεις, και αν ήρθε η ώρα, η καλή ώρα για σένα, προβληματίσου λίγο για όλ’ αυτά…
Και να θυμάσαι ότι για τον καθένα μας είναι πολύ ωραία και γόνιμη αυτή η στιγμή που θα πούμε «Πω, πω Κύριε! Τελικά, ήμουν άσωτος κι εγώ, ε; Κι ήμουν και παπάς! Δικός σου ήμουν, Κύριε, κι όμως, είμαι άσωτος… Τώρα το καταλαβαίνω. Ήμουν άσωτη. Και νόμιζα ότι είμαι η πιο πνευματική μητέρα… Κι εγώ που μονάζω… Κι εγώ άσωτος! Πω, πω, Κύριε!»
Ωραία αυτή η στιγμή της αυτογνωσίας κι αυτοπαραδοχής… Αξίζει τον κόπο να ζήσουμε αυτή τη στιγμή… Αξίζει να ζήσουμε με γνησιότητα και ειλικρίνεια τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας…
Εύχομαι να νοιώσεις μέσα σου πολλή αγάπη απ’ το Χριστό μας…
Κι όταν έτσι ηρεμήσεις εσύ, θ’ αφήσεις κι όλους τους άλλους ήσυχους και ήρεμους.
Και θα βρούμε όλοι σιγά σιγά το δρόμο μας.
Ο Θεός είναι αυτός που «πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Κι εργάζεται με τον δικό Του άγιο τρόπο: Τον τρόπο της αγάπης, της επιείκειας και της ελευθερίας.
Μακάρι να μας διδάξει κι εμάς ο καλός Θεός τον τρόπο Του. Και να κάνουμε τον τρόπο Του, τρόπο μας.

Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου, Στο βάθος κήπος, εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2016, σσ. 57-97.

2 σχόλια: