Ἐπιχειρώντας τήν
διερεύνηση τοῦ θέματός μας κατ̉ ἀρχάς θά δώσουμε ἕνα ὁρισμό τῆς ψυχῆς
τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ. «Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία ζῶσα ἁπλῆ, ἀσώματος,
σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾿ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά,
ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καί τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καί
αἰσθήσεως καί γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾿ ἑαυτήν τόν
νοῦν, ἀλλά μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον (ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι,
οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς), αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή
ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή, πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ
δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει
οὕτως εἶναι εἰληφέν».[1]
Ἀπό τόν ἀνωτέρω ὁρισμό βλέπουμε τρία πράγματα: 1) Ὅτι ἡ ψυχή εἶναι
“οὐσία”.Ὅταν λέγουμε “οὐσία” στήν χριστιανική ὀντολογία (ἀλλά καί στήν
ἀριστοτελική) ἐννοοῦμε «πρᾶγμα αὐθύπαρκτον μή δεόμενον ἑτέρου πρός
σύστασιν ἤγουν τό ἐν ἑαυτῷ ὄν καί μή ἐν ἑτέρῳ ἔχον τήν ὕπαρξιν»[2].Ἔτσι
ὅ,τι χαρακτηρίζει τήν οὐσία εἶναι ἡ αὐθυπαρξία, ἡ αὐτοδύναμη, ἡ μή
ἐξηρτημένη ἀπό κάτι ἄλλο ὕπαρξη κάποιου πράγματος. Ὡς ἐκ τούτου ἡ
“οὐσία” τῆς ψυχῆς, καίτοι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν “οὐσία” τοῦ
σώματος, διακρίνεται αὐτῆς τῆς τελευταίας. 2) Ὅτι ἡ ψυχή εἶναι “λογική
καί νοερά οὐσία”. Αὐτά τά δύο “λογική” καί “νοερά” δέν εἶναι συνώνυμα,
ἀλλά σηματοδοτοῦν διαφορετικά πράγματα, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Ἐπίσης
κάθε οὐσία εἴτε κτιστή εἴτε ἄκτιστη ἔχει τήν οἰκεία σ̉ αὐτήν ἐνέργεια.
Οὐσία ἀνενέργητη εἶναι ἀδιανόητη. Ἐπομένως λέγοντας “οὐσία λογική καί
νοερά”ταυτογχρόνως συνεννοοῦμε καί “ἐνέργεια λογική καί νοερά”[3]. 3)
Ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τό καθαρώτερον μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ νοερός ὀφθαλμός τῆς
ψυχῆς.
Ὁ νοῦς
διακρίνεται ἀπό τόν λόγο-διάνοια. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀνωτάτη γνωστική δύναμη
τῆς ψυχῆς. Οἱ γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς, ὁ
λόγος/διάνοια, ἡ δόξα (=γνώμη), ἡ φαντασία καί οἱ αἰσθήσεις. «Χρή
γινώσκειν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ψυχή διττάς ἔχει τάς δυνάμεις, τάς μέν
γνωστικάς, τάς δέ ζωτικάς. Καί γνωστικαί μέν εἰσί νοῦς, διάνοια, δόξα,
φαντασία, αἴσθησις, ζωτικαί δέ ἤγουν ὀρεκτικαί βούλησις καί προαίρεσις».
Ὄργανο θεογνωσίας εἶναι ὁ νοῦς. Ὁ λόγος (=λογική) ἐννοιοποιεῖ καί
κοινοποιεῖ τήν γνώση πού προσπορίζεται ὁ νοῦς μέ τήν νοερά θεωρία (=θέα)
τοῦ ἀκτίστου φωτός. Μέ τόν λόγο, δηλαδή τήν λογική δέν μποροῦμε νά
γνωρίσουμε τόν Θεό, οὔτε νά συμμετάσχουμε στήν αἰώνια ζωή καί δόξα του. Ἡ
λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς προσιδιάζει στήν γνώση τοῦ κτιστοῦ, ἡ νοερά
ἐνέργεια στήν γνώση τοῦ ἀκτίστου. Εἶναι ἀδύνατον μέ τή λογική καί τόν
διανοητικό στοχασμό νά γνωρίσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό. Ἐν
προκειμένῳ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Τίς γάρ κοινωνία
λογισμοῦ καί θείας μεθέξεως, στοχασμοῦ καί ἀπορρήτου ἐλλάψεως, εἰδήσεως
(καί τοῦτ̉ ἐκ τοῦ ἀναλογίζεσθαι προσγινομένης) καί κτήσεως καί
ἀπολαύσεως φωτός ἀρρήτου καί ἀλήκτου, ἐκ τῆς πρός τούς ἀξίους ἀνακράσεως
ἐκτελουμένης κατά τόν μέγαν Βασίλειον»[4]. Ἡ ἀληθής γνώση τοῦ Θεοῦ προσπορίζεται ἀπό τήν ἀπόρρητο ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός.
Ἡ
λογική/διανοητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς ἔχει ὡς ὄργανο τόν ἐγκέφαλο ἐνῶ ἡ
νοερά ἐνέργεια τήν καρδία. Ἐπ̉ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
γράφει: «Ὁ μέν γάρ Ἀθανάσιος τῷ ἐγκεφάλῳ τό λογικόν ἐνεῖναι (=ἐνυπάρχει,
ἑδρεύει) τῆς ψυχῆς φησί· Μακάριος δέ ὁ τῇ μεγαλειότητι μηδέν ἐλλείπων,
ἐν τῇ καρδίᾳ τήν τοῦ νοῦ ἐνέργειαν, συνωδά (=συμφώνως) δέ τούτοις οἱ
ἅγιοι σχεδόν ἅπαντες»[5]. Ἡ καρδία εἶναι τό
κέντρο καί ἡ ρίζα τῆς νοερᾶς ἐνεργείας τοῦ νοῦ. Κατά τόν π. Ἰωάννη
Ρωμανίδη «Ὑπάρχει ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς Ἑβραίους τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, δηλαδή κατά τούς Προφῆτες καί κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
τό πνευματικό κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καρδιά, ἐνῶ τό
διανοητικό κέντρο εἶναι ὁ ἐγκέφαλος»[6]. Ὅπως
ἔχει γραφεῖ ἀπό τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου π. Ἱερόθεο «ἡ λειτουργία τῆς
λογικῆς ἐνέργειας γίνεται στήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λειτουργία τῆς
νοερᾶς ἐνέργειας, στόν ἀναγεννημένο ἄνθρωπο, γίνεται στήν καρδιά»[7].
Ἡ
προσευχή, καί δή ἡ μονολόγιστη προσευχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με,
διά τῆς ὁποίας ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, ἔχει ὡς ἐπίκεντρο ἀρχικά
τό στόμα, ἀφοῦ προφορικά-ἐκφώνως τήν λέγει ὁ ἅνθρωπος καί τήν ἀκούει τό
αὐτί. Ἀκολούθως ἀνεβαίνει στόν ἐγκέφαλο καί ἀφοῦ χρονίσει ἐκεῖ, Θεοῦ
θέλοντος, κατεβαίνει καί ἐγκαθιδρύεται στήν καρδία, ὁπότε ἐκβάλλεται
ἐκεῖθεν ὁ βύθιος πύθων καί ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ὅλος φωτοφόρος,
πνευματοφόρος, Χριστοειδής καί Τριαδοειδής. Οἱ πνευματικοί ὁδηγοί τῆς
νοερᾶς προσευχῆς λέγουν ὅτι ὁ δεύτερος τρόπος προσευχῆς ἔχει ὡς κέντρο
τόν ἐγκέφαλο, ἐνῶ ὁ τρίτος τήν καρδία: «Τόν δεύτερον τρόπον τῆς
προσευχῆς προσήκει νά τόν ὀνομάσωμεν νοο-ἐγκεφαλικόν, κατ̉ ἀντίθεσιν
πρός τόν τρίτον τρόπον, τόν νοο-καρδιακόν ἤ καρδιο-νοηματικόν»[8].
Βέβαια
προϋπόθεση ἀπαράβατη εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά ψεκτά πάθη, ἡ
ἐξυγίανση τῶν γνωστικῶν ὀργάνων τῆς ψυχῆς καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ θεία Χάρις.
Λέγουμε ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐξυγίανση τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τοῦ
ἀνθρώπου, διότι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς,
ἀμαυρώθηκε, διεκόπη ἡ νοερά ἐνέργειά του καί ταυτίστηκε μέ τήν λογική
καί ὑποδουλώθηκε στά πάθη καί τό περιβάλλον.Ὅλη ἡ ἀσκητική/ἡσυχαστική
ἀγωγή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποβλέπει στήν ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό τήν λογική,
τά πάθη καί τό περιβάλλον, τόν φωτισμό του καί τήν ἀποκατάσταση τῆς
καρδιακῆς ἐνεργείας του, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀένναη μνήμη τοῦ Θεοῦ
ἐν τῇ καρδίᾳ.
Ὁ
ἄνθρωπος ὅπως λέγει ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει τρία
μνημονικά κέντρα: τό μνημονικό κέντρο τῶν κυττάρων τοῦ σώματος, τό
μνημονικό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου καί τό μνημονικό κέντρο τῆς καρδίας[9].
Τό νοερό-καρδιακό μνημονικό κέντρο ἔχει ὡς ἔργο του τήν ἀένναη μνήμη
τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν π.Ἰωάννη Ρωμανίδη «ὅταν ὁ νοῦς λειτουργεῖ φυσιολογικά
τότε εἶναι στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί προσεύχεται»[10].
Μέ τήν πτώση ὅμως διεκόπη ἡ νοερά-καρδιακή ἐνέργεια τῆς ψυχῆς ἐνῶ
ἔμεινε ἀλώβητη ἡ λογική ἐνέργεια καί βέβαια οἱ βιολογικές λειτουργίες.
Μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα διεσαλεύθη ἐκ βάθρων καί διεκόπη ἡ
καρδιακή-νοερά λειτουργία τῆς ψυχῆς, ἐνῶ συνέχισαν νά λειτουργοῦν ἡ
λογική ἐνέργεια καί οἱ βιολογικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς
κατέστη ἐσκοτισμένος καί ἀνενέργητος. Σκοπός τῆς ἡσυχαστικῆς ἀγωγῆς
εἶναι ὁ φωτισμός του καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς λειτουργίας του. «Γι̉
αὐτό καί ἡ ὅλη ἀσκητική τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας βασίζεται στό νά χωρισθῆ
ὁ νοῦς ἀπό τήν λογική καί νά περιορισθῆ ὁ νοῦς μέσα στό σῶμα, κυρίως
στό χῶρο τῆς καρδιᾶς»[11] λέγει ὁ π. Ἰωάννης
Ρωμανίδης. Ὁ βαθμός ἀποκαταστάσεως τῆς νοερᾶς ἐνεργείας ταυτίζεται μέ
τόν βαθμό κτήσεως τῆς θείας Χάριτος.Ὅπως λέγει καί ὁ π. Ἐφραίμ ὁ
Βατοπαιδινός «μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ νοερά ἐνέργεια ἀποτελεῖ τό δείκτη
εὑρέσεως τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ»[12]. Ὁ νοῦς, ὅταν
ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον, φωτίζεται,
ἐκλαμπρύνεται, ὑψώνεται πρός τόν Θεό καί θεᾶται ἀπορρήτως τήν ἄκτιστη
δόξα του, τό ἄκτιστο φῶς. Στήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἀναστέλλονται οἱ
βιολογικές λειτουργίες τοῦ σώματος. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέγει ἐπ̉
αὐτοῦ: «Οἱ θεούμενοι ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι στήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως συμμετέχει καί τό σῶμα, ἀλλά ἐπί πλέον ὅτι γίνεται καί
ἀναστολή τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν. Ὅσο ἔχει κανείς τήν θέωση δέν
κοιμᾶται, δέν τρώει, δέν πίνει, μέ συγχωρεῖτε, δέν πάει στόν ἀπόπατο,
δηλαδή τελεία ἀναστολή ὅλων τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὁσάκις
διαρκεῖ αὐτή ἡ κατάσταση»[13]. Εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι στήν κατάσταση τῆς θεώσεως ὁ νοῦς εἶναι ἀνεπηρέαστος
ἀπό τή λογική, τό περιβάλλον καί τά πάθη καθώς καί ἀπό τίς κακώσεις τοῦ
σώματος. Ἔτσι καί οἱ Μάρτυρες, ὄντες θεωμένοι, μποροῦσαν νά ἀντέξουν καί
τά χειρότερα βασανιστήρια χωρίς νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Ἄς ἀκούσουμε
ἐπ̉ αὐτοῦ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: «Ξέρανε (οἱ Πνευματικοί Πατέρες) ὅτι
οἱ Τοῦρκοι θά τόν πιάσουν (τόν Χριστιανό πού μετάνιωσε) γιά νά ἀρνηθῆ
πάλι τόν Χριστό καί τόν ἑτοιμάζανε κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μήν
ἀρνηθῆ τόν Χριστό. Καί περνοῦσε ἀπό τά χειρότερα βασανιστήρια. Καί αὐτό
ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ὁ νοῦς, ὅταν ἔχη τήν νοερά προσευχή,
γίνεται ἀνεπηρέαστος, δέν δέχεται πλέον τίποτε ὁ νοῦς οὔτε ἀπό τήν
λογική οὔτε ἀπό τά πάθη οὔτε ἀπό τό περιβάλλον, τίποτα».[14]
Σημειωτέον ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἔχει ὑπεραναπτυγμένη τήν λογική
ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί παράλληλα νεκρωμένη τήν νοερά ἐνέργεια τῆς
ψυχῆς.Τοῦτο εἶναι σύνηθες στήν σύγχρονη ἐποχή. Ἀπό τήν μιά ἔχουμε
ὑπερτροφική λογική/διάνοια/στοχασμό καί ἀπό τήν ἄλλο σκοτασμό, νέκρωση
τοῦ νοῦ. Βέβαια εἶναι ὑπαρκτή καί ἡ ἀντίθετη κατάσταση: ἀπό τή μιά
φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη μειωμένη λογική-διανοητική κατάσταση
τῆς ψυχῆς. Παράδειγμα ὁρισμένα νήπια πού ἔχουν ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ὁμοίως καί ἐνήλικες διανοητικά καθυστερημένοι πού ἔχουν θεοπτία καί
εὑρίσκονται σέ κατάσταση θεώσεως. Βέβαια πέρα ἀπό τίς ἐξαιρετικές αὐτές
πριπτώσεις, τῆς θεοπτίας τῶν νηπίων καί τῶν διανοητικά καθυστερημένων,
εἶναι ἀρκετά συνήθης στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἡ ὕπαρξη ἀγραμμάτων ἤ
ὀλγογραμμάτων θεοπτῶν ἁγίων. Σύνηθες εἶναι ἐπίσης καί τό φαινόμενο ὁ
φωτισμένος νοῦς νά συμπαρασύρει στήν ἐκλάμπρυνση καί ὄξυνση καί τήν
λογική-διανοητική δυνάμη τοῦ ὀλιγογραμμάτου θεόπτου. Τέτοια περίπτωση
εἶναι ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ
π. Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης, ὁ π. Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης κ. ἄ. Βέβαια ὑπάρχει
καί ἡ περίπτωση τῆς παράλληλης καί ἁρμονικῆς ἀναπτύξεως τόσο τῆς
λογικῆς-διανοητικῆς λειτουργίας ὅσο καί τῆς νοερᾶς-καρδιακῆς
λειτουργίας, ὁπότε ἔχουμε τήν περίπτωση τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε τί λέει ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Ὑπάρχουν δύο παράλληλες λειτουργίες τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος.
Εἶναι ἡ λογική καί νοερά ἐνέργεια. Ἕνας ἄνθρωπος, μπορεῖ μέ τήν λογική
του νά εἶναι φωστήρας, μπορεῖ νά εἶναι σπουδαῖος θεολόγος λογικά, καί
στό νοῦ του νά εἶναι πωρωνένος· ὁ νοῦς του νά εἶναι στό σκοτάδι. Ἀπό τό
ἄλλο μέρος, μπορεῖ κάποιος νά εἶναι τελείως ἀγράμματος ἐξ ἀπόψεως
κοσμικῆς καί νά ἔχη φωτισμένο νοῦ, καί νά ξέρη πῶς νά φωτίζη τόν νοῦ καί
τῶν ἄλλων ἀκόμη ἀνθρώπων, νά ξέρη δηλαδή αὐτός, ὁ ἀγράμματος, πῶς νά
ὁδηγῆ καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό. Ὁπότε, ἐξ
ἐπόψεως χριστιανικῆς, αὐτός εἶναι ὁ “ἀγράμματος”; Καί ποιός εἶναι ὁ
“φωτσμένος”; Αὐτός πού ξέρει πολλά γράμματα καί ἰδέα δέν ἔχει ἀπό φώτιση
τῆς καρδιᾶς ἤ ἐκεῖνος πού ἔχει τήν φώτιση τῆς καρδιᾶς καί ξέρει νά
ὁδηγῆ καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους στήν φώτιση; Γι̉ αὐτόν τόν λόγο,
βλέπουμε αὐτό τό παράδοξο φαινόμενο, ὅτι στήν Ὀρθοδοξία, πολλές φορές,
οἱ πιό φωτισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν σπουδάσει τήν θεολογία
στά Πανεπιστήμια. Ἔτσι, ἔχουμε δύο φαινόμενα. Τό ἕνα εἶναι ἐκεῖνος πού
εἶναι ἀγράμματος στήν λογική καί φωτισμένος στόν νοῦ του. Καί τό ἄλλο,
ἐκεῖνος πού εἶναι φωτισμένος στήν λογική του καί σκοτισμένος στόν νοῦ
του. Μετά ὑπάρχουν καί ἄλλα παραδείγματα, πού εἶναι κανείς φωτισμένος
καί στήν λογική του καί στὀν νοῦ του. Αὐτός ὁ συνδυασμός μᾶς ἔχει δώσει
τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει
φωτισμένο μόνο τόν νοῦ του, ἔχουμε τούς μεγάλους ἀσκητικούς Πατέρες, οἱ
ὁποῖοι στά πνευματικά τους εἶναι ἄφθαστοι. Ὅ,τι ἔχουν γιά τήν
πνευματική ζωή εἶναι ἄφθαστο, ἀλλά δέν μᾶς ἔχουν ἀφήσει συγγράμματα, ἄς
ποῦμε, ὅπως εἶναι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, πού εἶχαν καί
τήν μεγάλη παιδεία τήν κοσμική. Μετά, ἔχουμε τό ἄλλο εἶδος· καί
πωρωμένος στήν καρδιά καί ἕνας βλάκας στήν λογική».
Πρέπει
νά διευκρινίσουμε ἀκόμα ἕνα θέμα. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας ἐγνώριζαν ἐμπειρικά τήν διάκριση τῆς καρδιακῆς-νοερᾶς ἀπό τήν
λογική-διανοητική λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ἀπό αὐτή τήν ἴδια τήν ἐμπειρία
τους εἶχαν γνώση καί τῶν δύο παραλλήλων λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς. Βέβαια ἡ
ὁρολογία δέν ἦταν τελείως σαφής καί ποίκιλε ἀπό Πατέρα σέ Πατέρα κατά
τούς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Ἀπό τόν 4ο καί κυρίως τόν 5οαἰώνα
γίνεται καί καθιερώνεται ἡ διάκριση λόγου καί νοῦ. Ὁ π. Ἰωάννης
Ρωμανίδης λέει ἐπ̉ αὐτοῦ: «Οἱ Πατέρες στήν ἀρχή κληρονόμησαν μιά
παράδοση μέ τόν ὅρο καρδία. Ἔλεγαν “καρδία” πρῶτα καί τίποτα ἄλλο ἤ
ἔλεγαν τό “πνεῦμα”τοῦ ἀνθρώπου καί τίποτε ἄλλο, ἤ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Μετά, σέ ὁρισμένο χρόνο, ἄρχισαν οἱ Πατέρες νά χρησιμοποιοῦν τή
διάκριση νοός καί λόγου, γιά νά διαφοροποιήσουν τά δύο, ὥστε ἡ νοερά
ἐνέργεια νά μή ταυτίζεται μέ τήν λογική. Γι̉ αὐτόν τόν λόγο πῆραν
ταυτόσημες λέξεις, διότι στά ἑλληνικά νοῦς καί λόγος εἶναι τό ἴδιο
πράγμα. Ὅπως ἔκαναν τήν διάκριση μεταξύ ὑποστάσεως καί οὐσίας, τό ἴδιο
ἔκαναν καί ἐδῶ. Εἶπαν: ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς λέμε “λόγο”αὐτό πού εἶναι
μέσα στό κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό
πού προσεύχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου θά τό ὀνομάσουμε “νοῦ” καί
τελείωσε τό θέμα. Αὐτό ἔκαναν. Ὁπότε, δέν ταυτίζεται ὁ νοῦς αὐτός μέ
τήν λογική οὔτε μέ τήν καρδιά, ἀλλά ὅταν προσεύχεται ὁ νοῦς, ὅμως,
πάντοτε προσεύχεται στήν καρδιά»[16].
Βλέπουμε
λοιπόν πώς ὅσον ἀφορᾷ στίς γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, θεμελιώδης
εἶναι ἡ διάκριση νοῦ καί λόγου/διανοίας. Μάλιστα ἡ θεώρηση τοῦ νοῦ, τοῦ
νοεροῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ὡς τοῦ ἀνωτάτου γνωστικοῦ ὀργάνου τῆς ψυχῆς
ἐντάσσεται στή γενικώτερη θεώρηση τῆς Ἑλληνικῆς γνωσιοθεωρίας, στήν
ἀρχαιοελληνική καί χριστιανική μορφή της, πού θεωρεῖ τήν σύλληψη τῆς
ἀληθείας ὡς ἀποτέλεσμα νοητικῆς ὁράσεως αὐτῆς. Τόσο στήν Πλατωνική
κυρίως, ἀλλά καί στήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία ὁ νοῦς διά τῆς ἀμέσου
ὁράσεώς του συλλαμβάνει τήν ἀλήθεια. Κατά τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη,
«λέγοντες εἶδος καί ἰδέαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νοοῦν κάτι τό ὁποῖον
ἀποκαλύπτεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς ὁράσεως, ἐκεῖνο τό ὁποῖον
συλλαμβάνεται διά τῆς ὁράσεως»[17]. Ἔτσι στόν
Πλάτωνα τίς ἰδέες θεᾶται ὁ νοῦς, τό ὀπτικόν τῆς ψυχῆς, ὁμοίως καί κατά
τόν Ἀριστοτέλη ὁ νοῦς διά μιᾶς συνοπτικῆς ματιᾶς συλλαμβάνει τό εἶδος.
Ὁμοίως καί στήν Πατερική φιλοσοφία τό ἄκτιστον φῶς, πού συνιστᾷ οὐσιῶδες
σύμβολον τῆς θεότητος καί συνάμα εἶναι ποριστικόν τῆς τελείας (τῆς
ἀσφάλτου) γνώσεως, ἀποτελεῖ τό πανίερον θέαμα τοῦ κεκαθαρμένου νοῦ τῶν
θεοπτῶν.
Σημειώσεις
[1] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως κστ΄, 44-52, Β. Κotter,τόμος ΙΙ, Βερολῖνο 1973, σελ. 77
[2] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά , α΄ 5-10, Β. Kotter, τόμος Ι, Βερολῖνο1969, σελ. 57-58
[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις κριβής πίστεως λστ‘ 3 30-31, Β. Κotter, τόμος ΙΙ, Βερολῖνο 1973, σελ. 88-89
[4] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Ἀκίνδυνον λόγοι ντιρρητικοί, λόγος Ε, 11, ΕΠΕ, τόμος 6, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 130
[5] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος 3, ΕΠΕ, τόμος 3, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 504
[6] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρική
Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τίς προφορικές
παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόμος Β‘, Λεβάδεια 2011,σελ.154
[7] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ.157
[8] Ἡ νοερά ἄθλησις ἤτοι περί προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὀρους 1976, σελ. 144
[9] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 146-147 -155 καί 184-185
[10] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 162
[11] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 163
[12] Ἀρχιμανδρίτου Ἐφραίμ (Βατοπαιδινοῦ), “Ἡ χρήση λογικῆς καί
νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ανθρώπου κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ”, στήν
Κοινωνία,
ἔτος ΝΗ‘, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2015, τεῦχος 2, σελ. 144
[13] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ.174-175
[14] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ.σελ. 169
[15] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 155-156
[16] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 160-161
[17] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐκδόσεις Παπαδήμας, Ἀθήνα 2000, σελ.180
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Andrew Wyeth.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου