Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μεταφέρεται από μερικούς στην θεολογία.
Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.
1. Η θέληση-βούληση στην δυτική θεολογία και φιλοσοφία
Ο καθηγηγής Γεώργιος Παναγόπουλος, αναλύοντας τα σχετικά με την δυτική θεολογία, επισημαίνει ότι ο σχολαστικός θεολόγος Ιωάννης Δούνς Σκώτος, εκφραστής της Φραγκισκανικής θεολογίας, εισήγαγε τον βολονταρισμό (βουλησιοκρατία) σε αντίθεση με την οντολογία του Θωμά Ακινάτη.
Ο Δούνς Σκώτος έκανε λόγο για την «θεία παντοδυναμία», την «απόλυτη ελευθερία του Θεού και την απουσία κάθε εξαναγκασμού από το θείο είναι». Μέ αυτήν την άποψη άνοιξε «μιά καινούργια ατραπό σκέψης στην δυτική θεολογία», αφού «τό βουλητικό στοιχείο ανατιμάται σε σχέση με το οντολογικό» και προοιώνισε «ένα από τα κεντρικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης, την απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα του Θεού στο ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου».
Έτσι, ο βολονταρισμός-βουλησιοκρατία από την σχολαστική θεολογία πέρασε στην Μεταρρύθμιση και τον Προτεσταντικό κόσμο και από εκεί έφθασε και στην δυτική φιλοσοφία, στην οποία άλλοτε γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της οντολογίας και άλλοτε για την προτεραιότητα της βουλησιοκρατίας.
Ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο για την βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ότι πρόκειται για το φιλοσοφικό εκείνο σύστημα «στό οποίο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει η βούληση, κατ' αντιδιαστολή προς το λόγο».
Επίσης, γράφει ότι ενώ οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν έχοντας ως γνώμονα τον λόγο, ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της βουλήσεως «στό πλαίσιο του πρακτικού συλλογισμού». Όμως, ιδιαίτερα στην νεώτερη εποχή διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Κάντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στην βούληση και μάλιστα στην ελευθερία της βουλήσεως.
Κατά τον Σωκράτη Γκίκα η βουλησιοκρατία υποστηρίζει ότι «η βούληση αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιο δυναμικό της στοιχείο, γιατί κατευθύνει την δράση του ατόμου.
Η νόηση και το συναίσθημα έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Η ψυχολογική βουλησιοκρατία αναπτύχθηκε από τον Βούντ, σύμφωνα με την οποία η βούληση επιδιώκει να πραγματοποιήση τους σκοπούς που επιλέγει η νόηση, και το συναίσθημα ή παρωθεί την βούληση ή στέκεται εμπόδιο στην βουλητική προσπάθεια.
Επίσης, από τον Σοπενχάουερ υποστηρίχθηκε «ο μεταφυσικός βουλητισμός», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει «η παγκόσμια τυφλή βούληση», αφού «όλα στον κόσμο κατευθύνονται από την θεϊκή βούληση» και η οποία «βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς και βιολογικούς νόμους».
Επίσης, η ελευθερία, κατά την σύγχρονη φιλοσοφία, είναι «η δυνατότητα του ανθρώπου ή μιας ομάδας να αυτοορίζεται, να μήν πιέζεται ή καταδυναστεύεται, να κινείται όπως θέλει, να αναπτύσσει δράση, να πραγματώνει τους σκοπούς που θέλει». Ο Κάντ έκανε λόγο για «τήν ηθική ελευθερία» ως δυνατότητα επιλογής.
Ο Φίχτε ομίλησε «γιά την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπου, τελικά όμως θεώρησε μια τέτοια ελευθερία ιδιότητα του Θεού».
Ο Σάρτρ υποστήριζε ότι «η ελευθερία αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης», είναι ασταμάτητη και «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε ελευθερία», αφού «μέ την ελευθερία του δημιουργεί τον εαυτό του από το μηδέν».
Ακόμη, η ελευθερία από την ψυχολογική άποψη «είναι η απουσία εσωτερικών συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, έμμονων ιδεών και συνηθειών, καταναγκαστικών πράξεων και ψυχαναγκαστικών τάσεων».
Είναι φανερό ότι για την ελευθερία και την βούληση του ατόμου ή του προσώπου έγινε ιδιαίτερος λόγος τα τελευταία χρόνια από πλευράς φιλοσοφίας, υπαρξισμού και ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τα ατομικά δικαιώματα από ποικιλώνυμες εξουσίες.
Κανείς δεν αρνείται την αξία της κοινωνικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα, και μάλιστα σε περιόδους που καταπιέζονται οι πολίτες.
Το πρόβλημα όμως είναι όταν σύγχρονοι θεολόγοι επηρεάζονται από τα ρεύματα αυτά και προσπαθούν να δουν το πρόσωπο του ανθρώπου μέσα από την προοπτική της ελεύθερης βούλησης και κατ' αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται ή υπονομεύεται η ορθόδοξη διδασκαλία περί του Τριαδικού Θεού, του Χριστού και του ανθρώπου.
2. Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία
Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις.
Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.
Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».
Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.
Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.
Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».
Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.
Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.
Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της, αλλά σε κοινωνία με την άλλη, ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού και Λόγου.
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναπτύσσοντας το θέμα των δύο θελήσεων στον Χριστό θα πή ότι το θέλημα θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό ή παρά φύσιν. Άν το θέλημα χαρακτηριστή υποστατικό, τότε ο Χριστός θα παρουσιασθή «ετερόβουλος» από τον Πατέρα, αφού το υποστατικό θέλημα θα είναι γνώρισμα μόνον της υπόστασης.
Άν το θέλημα το χαρακτηρίσουν παρά φύσιν, τότε δογματίζουν την έκπτωση των ουσιών, αφού τα παρά φύση είναι φθαρτικά των κατά φύση. Επομένως, το θέλημα είναι φυσικό, δηλαδή είναι χαρακτηριστικό της φύσεως, και όχι υποστατικό, δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόστασης.
Πάνω στο θέμα αυτό αποφάνθηκε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία μεταξύ των άλλων, δογμάτισε:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.
Και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ' επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον, ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι...».
Ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα στο ένα πρόσωπό Του, τα οποία φυσικά θελήματα δεν αντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το θέλημα δεν είναι γνώρισμα του προσώπου, γιατί τότε ο Χριστός θα είχε ένα θέλημα, αλλά είναι ιδιότητα της φύσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται πλήρως τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και γι' αυτό κάνουν την διάκριση μεταξύ θελήσεως-βουλήσεως που συνδέεται με την φύση, και της προαιρέσεως, που κάνει την επιλογή στους ανθρώπους. Δηλαδή, στους Πατέρες η θέληση-βούληση δεν είναι η ελευθερία, όπως την ορίζουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Για να μη γίνη καμμία σύγχυση και παρεξήγηση στα όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθή ότι, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς ουσία, ούτε ουσία χωρίς υπόσταση, αλλά η υπόσταση-πρόσωπο ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.
Έτσι, η ενέργεια είναι ουσιώδης κίνηση της φύσης, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφαίνεται: «άλλο εστίν ενέργεια και άλλο ενεργητικόν και άλλο ενέργημα και άλλο ενεργών». Ενέργεια είναι «η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις». Ενεργητικό είναι «η φύσις εξ ής η ενέργεια πρόεισιν». Ενέργημα είναι «τό της ενεργείας αποτέλεσμα». Και ενεργών είναι «ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις».
Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει τους ορισμούς για την θέληση, την βούληση, το θελητό, το θελητικό και τον θέλοντα. Θέληση είναι «η απλή δύναμις του θέλειν».
Βούληση είναι «η περί τι θέλησις», δηλαδή η θέληση για κάτι. Θελητό είναι «τό υποκείμενον τη θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη την διαφορά.
Η απλή όρεξη για βρώση είναι η θέληση, η όρεξη προς βρώση είναι η βούληση, η τροφή είναι το θελητό. Ακόμη, θελητικό είναι αυτό που έχει την θελητική δύναμη, όπως ο άνθρωπος. Και θέλων είναι «ο κεχρημένος τη θελήσει».
Έχοντας υπ' όψιν τις βασικές θεολογικές αυτές αρχές, γνωρίζουμε ότι η θέληση είναι όρεξη της μιας ενιαίας φύσεως και κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά θέλων είναι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι, ο θέλων είναι ο Τριαδικός Θεός, η θέληση ανάγεται στην φύση, όμως η θεία φύση είναι αδιανόητη χωρίς τις υποστάσεις και το αντίστροφο.
Αυτό σημαίνει ότι η αιτιότητα του Πατρός, ότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεν ταυτίζεται με την θέληση, η οποία είναι κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού κοινή είναι η φύση και η ενέργεια.
Επίσης, στον άνθρωπο υπάρχει η βούληση της φύσης και η προαίρεση «ήγουν επιλογή» ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα.
Έτσι, υφίσταται διαφορά μεταξύ βούλησης και προαίρεσης στον άνθρωπο. Όμως, στον Θεό «βούλησιν μεν λέγομεν, προαίρεσιν δε κυρίως ου λέγομεν ου γάρ βουλεύεται ο Θεός».
Ούτε ακόμη μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή του Χριστού είχε βουλή ή προαίρεση, γιατί δεν είχε άγνοια και γνωμικό θέλημα, λόγω της ενώσεως της ανθρώπινης με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου.
Έτσι, η αγία ψυχή του Χριστού δεν ήταν εναντίον του θείου θελήματος ούτε παρά το θείον θέλημα.
3. Η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την ελευθερία, την θέληση και την προαίρεση
Αναλύοντας το θέμα της ελευθερίας της θέλησης και της προαίρεσης, θα περιορισθώ στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ιδιαιτέρως κωδικοποίησε την θεολογία του σοβαρού αυτού θέματος.
Κατ' αρχάς ο άγιος Μάξιμος δεν κάνει ιδιαίτερο λόγο για την ελευθερία με την έννοια που την εκλαμβάνουν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι. Στά σχόλιά του στο έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου «περί θείων ονομάτων» κάνει λόγο για τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού και γράφει: «αμαρτίαν γάρ πάντη αγνοήσας, κατηξίωσεν υπέρ ημών, μη εκστάς των οικείων, αναμαρτήτως αμαρτία δια της δι' εαυτού ημών υιοθεσίας εις την αρχαίαν επαναγάγη ελευθερίαν».
Είναι προφανές ότι οι Πατέρες δεν αναφέρονται στην «ελευθερία του Θεού από την θεότητά Του», με την «δυνατότητά Του να ενανθρωπίζει», αφού ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, δεν εξίσταται της θείας φύσεώς Του, «τών οικείων». Δηλαδή οι άγιοι Πατέρες δεν προσδιορίζουν την ελευθερία ως δυνατότητα εκστάσεως από την θεία φύση, αλλά κάνουν λόγο για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχαία ελευθερία, που είναι η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό.
Και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για την ελευθερία όχι ως δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής, αλλά ως αναμαρτησία, ως ελευθερία από τα πάθη.
Αναφερόμενος στην γέννηση του Χριστού γράφει: «τή μεν γενέσει φυσικώς εις ταυτόν τώ ανθρώπω κατά την ζωτικήν αγόμενος έμπνευσιν, εξ ής το κατ' εικόνα λαβών ως άνθρωπος άπρακτον διέμεινεν έχων της ελευθερίας της αναμαρτησίας και άχραντον». Η γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου ήταν ελεύθερη, απαθής, αυτοπροαίρετη και αγνή. Ακόμη, συνδέει την ελευθερία του ανθρώπου με το «ανείδεον κάλλος».
Όμως, σε άλλο σημείο ομιλεί για το ότι δούλος είναι αυτός που επιλέγει τα πάθη, ενώ αντίθετα ο αγώνας για την αρετή είναι «ψυχής ελευθερία».
Έπειτα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ενώ δεν κάνει λόγο για ελευθερία, αλλά ομιλεί για προαίρεση, όμως θεωρεί ότι η προαίρεση δεν είναι θέληση-βούληση, η οποία είναι όρεξη της φύσεως, αλλά είναι όρεξη διασκεπτική για όσα εξαρτώνται από μάς, δηλαδή η προαίρεση είναι ένα κράμα, από όρεξη, βουλή και κρίση.
Γράφει: «τήν προαίρεσιν όρεξιν βουλευτικήν των εφ' ημίν. Ουκ έστι ούν προαίρεσις η θέλησις», «η προαίρεσις ορέξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος» «ουκ έστιν ούν θέλησις η προαίρεσις». Επίσης, κάνει λόγο για το ότι ο Χριστός με την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αμέσως με την πρόσληψή της, οδήγησε την προαίρεση σε ατρεψία, πράγμα το οποίο το ζουν εν Χριστώ και οι άγιοι.
Επομένως, στην πατερική διδασκαλία, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ανευρίσκεται η έκφραση «ελευθερία της βούλησης» ή «ελεύθερη βούληση του προσώπου», αφού η βούληση είναι όρεξη της φύσεως, ενώ η προαίρεση συνδέεται με το πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό εξηγείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην σύγχρονη φιλοσοφία. Και οπωσδήποτε η πατερική διδασκαλία περί ελευθερίας και προαιρέσεως δεν μπορεί να συνδυασθή με την ελευθερία, όπως την χαρακτηρίζει η σύγχρονη φιλοσοφία και η σύγχρονη φιλοσοφούσα θεολογία.
Θα πρέπει να δούμε με συντομία όλα αυτά στην Τριαδολογία, την Χριστολογία και την ανθρωπολογία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που έκανε μεγάλο αγώνα για τα θέματα αυτά.
Εισαγωγικά πρέπει να σημειωθή ότι υπάρχουν πολλά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ενεργείας, όμως εδώ θα γίνη απλώς μια νύξη.
Ο Θεοδόσιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «μίαν ενέργειαν του Χριστού υποστατικήν», δηλαδή συνέδεε την ενέργεια με την υπόσταση. Όμως, ο άγιος Μάξιμος απάντησε ότι μια τέτοια άποψη «μόνων γάρ αιρετικών πολυθεούντων εστιν». Η ενέργεια είναι φυσική και όχι υποστατική.
Όταν κανείς απονέμη υποστατικές ενέργειες στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε η μακαρία θεότητα θα έχη τέσσερεις ενέργειες, δηλαδή τρεις ενέργειες που χωρίζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και μία φυσική ενέργεια που δηλώνει την κατά φύση κοινότητα των τριών υποστάσεων. Όποιος υποστηρίζει μια τέτοια άποψη νοσεί την νόσο της τετραθεΐας.
Όμως, κατά τον άγιο Μάξιμο οι Πατέρες διδάσκουν: «φυσικήν γάρ, αλλ' ουχ υποστατικήν πάσαν είναι ενέργειαν». Εννοείται ότι κατά τον ίδιο τρόπο αναφερόμαστε στην φυσική και όχι υποστατική θέληση.
Ύστερα από αυτήν την εισαγωγική παρατήρηση θα δούμε το θέμα της θελήσεως στην Τριαδολογία.
Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν προσωπική ελευθερία ή υποστατική ελευθερία, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε Πρόσωπο θα είχε το δικό του θέλημα, την δική του ελευθερία, πράγμα που θα διασπούσε την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο προκειμένου να εξασφαλισθή η «ελευθερία του προσώπου» δημιουργεί πρόβλημα τριθεΐας στην Αγία Τριάδα. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα, αποδίδει με σαφήνεια την θέληση στην φύση και όχι στο πρόσωπο.
Γράφει ότι θα ρωτούσε ευχαρίστως τους μονοθελήτες αν ο Θεός και Πατήρ όλων θέλη επειδή είναι Πατήρ ή επειδή είναι Θεός, δηλαδή αν το θέλημά Του συνδέεται με το πρόσωπο του Πατρός ή με την θεότητά Του.
Εάν θέλη επειδή είναι Πατήρ, τότε θα είναι άλλο το θέλημα του Πατρός και άλλο το θέλημα του Υιού, γιατί είναι διαφορετικά πρόσωπα. Άν όμως θέλη επειδή είναι Θεός, τότε επειδή και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεοί, αυτό σημαίνει ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δηλαδή είναι θέλημα φυσικό.
Ο Θεός είναι Τριαδικός, είναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, τα οποία έχουν μία φύση, μία ενέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.
Η περσοναλιστική φιλοσοφία και θεολογία εγκλωβίζεται στην ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας και γι' αυτό είναι αναπόφευκτη η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο και η εξ αυτής υποτιθέμενη «εν ελευθερία» βουλητική γέννηση του Υιού και βουλητική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Θεό Πατέρα, η οποία συνεπάγεται Αρειανισμό.
Ο άγιος Μάξιμος, όμως, και πάλι αποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι «υπέρ την θέλησιν», δηλαδή δεν μεσολαβεί η θέληση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, ούτε η θέληση του Πατρός προεπινοείται του Υιού, επειδή ούτε προϋπήρχε ο Πατήρ του Υιού.
Επειδή ο Πατήρ και ο Υιός είχαν «άμα το είναι», γι' αυτό έχουν και μία θέληση, «απλήν τε και αδιαίρετον», όπως έχουν και μία ουσία και μία φύση.
Το ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό εκ της ουσίας Του δεν συνεπάγεται αναγκαιότητα ή ανελευθερία, διότι είναι αδιανόητη η απόδοση οποιασδήποτε αναγκαιότητας στην άκτιστη φύση.
Ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί ότι εάν το φυσικό είναι και αναγκασμένο, και ο Θεός είναι κατά φύση Θεός, κατά φύση αγαθός και κατά φύση δημιουργός, τότε ο Θεός θα είναι και κατ' ανάγκη Θεός και αγαθός και δημιουργός, πράγμα που είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
Γιατί «τίς γάρ ο την ανάγκην επάγων;», δηλαδή, ποιός είναι εκείνος που επιβάλλει την ανάγκη; Παραπέμπει δε στο χωρίο του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «Μηδέν φυσικόν είναι εν τη νοερά φύσει ακούσιον».
Την ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας, εκτός από τους Αρειανούς, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν προκειμένου να αποδείξουν την κτιστότητα του Θεού Λόγου δια της εκ της βουλήσεως του Θεού Πατρός γέννησή Του, την χρησιμοποιούσαν και οι φιλονεστοριανοί Αντιοχειανοί, όπως για παράδειγμα ο Θεοδώρητος Κύρου, προκειμένου να αποδείξουν το αδύνατον της καθ' υπόστασιν ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.
Η νεστοριανική αντιπρόταση για την ένωση θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό ήταν η «συνάφεια», ένωση σχέσης δυό ξεχωριστών υποστάσεων, ανθρώπου και Θεού, η οποία έσωζε κατ' αυτούς την ελευθερία του Θεού Λόγου από μια αναγκαστική ένωση, με αποτέλεσμα ωστόσο την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Όμως, η ορθόδοξη θεολογία δεν πέφτει σε τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ότι η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου.
Ας δούμε με συντομία το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως στην ανθρωπολογία.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Πολλοί Πατέρες τον όρο κατ' εικόνα τον προσδιορίζουν ως το νοερό και το αυτεξούσιο, «η δε αυτεξουσιότης εστίν αυτοκρατής του θελήματος κίνησις». Πάντως, ο Αδάμ και η Εύα είχαν την δυνατότητα της επιλογής.
Όμως, το πρώτο ανδρόγυνο δεν είχε την τελειότητα, αλλά έπρεπε να φθάση σε αυτήν, ήταν νήπιοι και έπρεπε να ολοκληρωθούν, η φύση τους ήταν ατελής.
Η κακή χρήση της προαίρεσης τους οδήγησε στην πτώση. Έτσι, η δυνατότητα της επιλογής, της προαίρεσης ήταν έκφραση της ατέλειάς τους.
Επομένως, και στον άνθρωπο η θέληση είναι όρεξη της φύσεως, είναι φυσική θέληση και όχι υποστατική, η θέληση δεν κάνει επιλογή, την οποία επιλογή κάνει η προαίρεση. Το προοδευτικό σχήμα που διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως το είδαμε και προηγουμένως, είναι: θέληση-βουλή-γνώμη-προαίρεση.
Το «θέλημα είναι φυσικόν ήγουν θέλησιν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». «Η προαίρεσις περί ταύτά εστι μετά την κρίσιν, περί ά η βουλή προ της κρίσεως».
Λέγοντας, όμως, ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δεν αγνοούμε ότι ορίζουμε την υπόσταση ως ουσία μετά ιδιωμάτων, οπότε δεν μπορεί να κάνουμε λόγο για προτεραιότητα της φύσεως έναντι του προσώπου ούτε για προτεραιότητα του προσώπου έναντι της φύσεως.
Οι Πατέρες διακρίνουν το «θέλειν» από το «πώς θέλειν», γι' αυτό και δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ της θελήσεως, που είναι της φύσεως, και του πώς εκφράζεται η θέληση, που είναι του προσώπου.
Ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι «ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν», όπως δεν είναι το ίδιο «τό οράν και το πώς οράν».
Το να θέλη και να βλέπη κανείς είναι της φύσεως και υπάρχει σε όλα τα ομοφυή και ομογενή, αλλά «τό πώς θέλειν», όπως και «τό πώς οράν», δηλαδή το να θέλη να περπατήση ή να μη θέλη, το να βλέπη σε κάθε κατεύθυνση «τρόπος εστιν της του θέλειν και οράν χρήσεως». Αυτό δηλαδή το «πώς θέλειν» είναι «τώ κεχρημένω προσόν» που τον χωρίζει από τους άλλους, κατά την λεγομένη κοινώς διαφορά.
Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται σύγχυση μεταξύ του «θέλειν», που είναι της φύσεως, και του «πώς θέλειν» που είναι προσόν αυτού που χρησιμοποιεί την θέληση. Αυτή είναι η χρυσή τομή μεταξύ της ουσιοκρατίας και του περσοναλισμού και δείχνει ότι η Πατερική διδασκαλία αποφεύγει τόσο την σχολαστική ουσιοκρατία όσο και τον φιλοσοφικό περσοναλισμό.
Ας δούμε το θέμα της θελήσεως στην Χριστολογία.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με την θεία φύση στην υπόστασή Του, την θέωσε. Άν και έγινε προς Χάρη μας άνθρωπος, Αυτός που είναι «ο ποιητής των ανθρώπων», όμως, «ημίν δηλονότι και την ατρεψίαν κατώρθωσε της προαιρέσεως, ως ατρεψίας δημιουργός».
Έτσι, «τό ανθρώπινον του Θεού» (τού Χριστού) «κατά προαίρεσιν ως ημείς ου κεκίνηται», κάνοντας με την εξέταση και την κρίση τον διαχωρισμό των αντιθέτων, «ίνα μη φύσει κατά προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν».
Αλλά, αφού έλαβε το είναι, αμέσως μετά την ένωσή του με τον Θεόν Λόγον «αδίστακτον, μάλλον δε στάσιμον την κατ' όρεξιν φυσικήν, ήτοι θέλησιν, κίνησιν έσχεν».
Οπότε, η προαίρεση στον Χριστό δεν κινήθηκε.
Οι άνθρωποι ως ατελείς, με την γέννησή τους, έχουν την προαίρεση, αφού έχουν την δυνατότητα να κινηθούν προς τα δύο, «τά καλά τε λέγω και τα κακά». Αυτή, όμως, η δυνατότητα της επιλογής –τής προαίρεσης– παύει να υφίσταται στους αγίους, που ενώνονται με τον Χριστό και γίνονται μέλη του Σώματός Του, αφού και αυτοί αποκτούν την ατρεψία της προαίρεσης, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ', 8). Στην Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχη δυνατότητα επιλογής, οι άγιοι θα έχουν εν Χριστώ ατρεψία της προαίρεσης, αφού δεν θα υπάρχουν αντίθετες καταστάσεις.
Επομένως, τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν ελευθερία, όπως την εννοούν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν έχει δυνατότητα επιλογής, ήτοι γνωμικό θέλημα, αφού έχει ατρεψία προαίρεσης. Και ο άνθρωπος στην πτωτική κατάσταση έχει μεν δυνατότητα προαίρεσης, αλλά όταν φθάνη στην θέωση αποκτά εν Χριστώ την ατρεψία της προαίρεσης και οδηγείται με την εν Χριστώ άσκηση και την μυστηριακή ζωή από το γνωμικό θέλημα στο φυσικό θέλημα.
Έτσι, η ελευθερία της βουλήσεως και η ελευθερία του προσώπου, την οποία οι θεολόγοι σήμερα επαινούν υπερβαλλόντως, ως στοιχείο του Θεού και του ανθρώπου, ως έκφραση και καθοριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που συνιστά την τελειότητά του, είναι απαράδεκτη από θεολογικής πλευράς.
Η ελευθερία δεν είναι υποστατική, αλλά φυσική. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι διατρανώνεται η καλή λίαν δημιουργία του Θεού.
Αντιθέτως, το πρόσωπο είναι εκείνο που κάνοντας παράχρηση της θεόσδοτης ελευθερίας της φύσεως καταλήγει στην αμαρτία. Επομένως, δεν «υπερβαίνει το πρόσωπο δια της ελευθερίας την αναγκαιότητα της φύσεως», αλλά αντίστροφα, κάθε άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την δική του συνέργεια δια της φυσικής θελήσεως, μπορεί να αχθή πέραν των ορίων της φύσεώς του και να φθάση στην θέωση. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι εκείνο που αν δεν κάνη καλή χρήση του αυτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο της αμαρτίας και υποδουλώνει την φύση στα πάθη. Συνεπώς, η απόδοση αναγκαιότητας στην φύση δείχνει είτε άγνοια των πατερικών κειμένων είτε ερμηνευτικό εκβιασμό τους με σκοπό την εξαγωγή των ποθουμένων περσοναλιστικών συμπερασμάτων.
4. Οι συνέπειες του περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή
Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρόσεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία της ελευθερίας του προσώπου.
Η μεταφορά της συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία του προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία της χριστιανικής Δύσης. έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία του προσώπου».
Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η εσφαλμένη δογματική άποψη οδηγεί σε ποικίλες ερμηνευτικές παρεκτροπές που έχουν συνέπεια στην εκκλησιαστική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο ζή ο Χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας.
Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία της βούλησης ή της θέλησης και της ελευθερίας του προσώπου.
Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη των πραγμάτων, ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση της ελευθερίας και της αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές της Εκκλησίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες της πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας.
Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως.
Είναι βέβαιο ότι με τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιούνται και υπονομεύονται Πατερικά έργα, όπως τα Αρεοπαγητικά συγγράμματα, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ότι δήθεν κατοπτρίζουν άκαμπτες εκκλησιαστικές δομές που έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τον Κλήρο.
Δεύτερον, η ασκητική του ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική της ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία του προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως των παθών χωρίς αναφορά στον Άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη του «υπάρχειν προσωπικώς».
Έτσι, διασπάται η ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκητικής ζωής, η οποία στην πράξη είναι η ευαγγελική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η ασκητική θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ως ωριγενική και νεοπλατωνική, αλλά υπονομεύεται ύπουλα και η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «πνευματοκρατική».
Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές της θεωρίας «τής ελευθερίας του προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού βιώματος».
Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» της πρώτης Εκκλησίας!
Τέταρτον, η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα κρίνεται ως κολόβωση της «ελευθερίας του προσώπου» και απέκδυση της ευθύνης της ύπαρξης, «τού υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής της «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα.
Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από Πνευματικούς Πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία του ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γή της Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση του Μωϋσέως.
Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί της «ελευθερίας της βούλησης-θέλησης» και της «ελευθερίας του προσώπου» και περί συνδέσεως της θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέ τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή της Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις του αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη βούληση του προσώπου από θεολογικής πλευράς, διότι η θέληση-βούληση είναι χαρακτηριστικό της φύσης και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή από τον άνθρωπο γίνεται με την προαίρεση, η οποία συνιστά μεν ατέλεια της φύσης, αλλά οι άγιοι αποκτούν εν Χριστώ και την ατρεψία της προαίρεσης.
Τα περί οντολογίας και ελευθερίας του προσώπου για να αποφευχθή δήθεν η αναγκαιότητα της φύσης είναι δυτικός περσοναλισμός, μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία, είναι η πεμπτουσία της λεγόμενης «μεταπατερικής θεολογίας».
(Σημείωση: Οι παραπομπές του κειμένου αυτού θα δημοσιευθούν στο βιβλίο που θα κυκλοφορήση προσεχώς)
Διαβάστηκε 197 φορές
Κατηγορία Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου