ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΜΙΜΗΣΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΕΜΠΗΣΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Μ Ι Μ Η Σ Ι Σ Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ»
ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΕΜΠΗΣΙΟΥ
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ.Βλασίου κ. Ιεροθέου
Είδαμε προηγουμένως ότι μερικοί Ορθόδοξοι θεολόγοι είναι λίγο διστακτικοί στον όρο «μίμηση του Χριστού» και αυτό γιατί ο όρος αυτός έχει ταυτισθή με το γνωστό βιβλίο «μίμησις του Χριστού» που γράφηκε στην Δύση και μεταφέρθηκε και στην Ανατολή. Έχουμε ήδη υπογραμμίσει ότι δεν μπορούμε να αρνούμαστε ένα χαρακτηριστικό όρο που συναντάται σε όλη την Βιβλικοπατερική Παράδοση, επειδή χρησιμοποιήθηκε κακώς από αλλοδόξους Χριστιανούς. Το γεγονός είναι ότι ο όρος μίμηση του Χριστού πρέπει να ερμηνευθή μέσα στα γνήσια ορθόδοξα πλαίσια.
Το βιβλίο «μίμησις Χριστού» είχε ευρυτάτη κυκλοφορία και εγαλούχησε πολλές γενιές Χριστιανών, ακόμη δε και Ορθοδόξων. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1475 και είναι από τα πρώτα βιβλία που τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν εντύπως μετά από την Αγία Γραφή. Ο συγγράψας το βιβλίο αυτό παρέμενε άγνωστος, αφού ο ίδιος δεν θέλησε να βάλη το όνομά του πάνω σε αυτό, αλλά όμως έχει αποδοθή στον Θωμά Κεμπήσιο, που υπήρξε ένας παπικός ασκητικός συγγραφεύς που έζησε μεταξύ του τέλους του ΙΔ’ αιώνος και τις αρχές του ΙΕ αιώνος (1380-1471). Ο Θωμάς Κεμπήσιος, αφού έλαβε καλή μόρφωση εισήλθε σε Μονή των Αυγουστιανών και κατέλαβε και την θέση του ηγουμένου1.
Με αυτά που παραθέσαμε φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό είναι εντεταμένο μέσα στα δυτικά πλαίσια και εκφράζει την πνευματικότητα του δυτικού ανθρώπου. Προσεκτική μελέτη του αποδεικνύει ότι δεν έχει σχέση με βιβλία τα οποία κυκλοφορούσαν παράλληλα στον Ορθόδοξο χώρο εκείνο τον καιρό και μετέπειτα.
Παρά ταύτα η «μίμησις του Χριστού» μεταφράστηκε και στην ελληνική γλώσσα, και διαβάστηκε πάρα πολύ από Ορθοδόξους Χριστιανούς. Μπορεί κανείς να διαπιστώση ότι η μετάφραση και η ανάγνωσή του με την παράλληλη παραθεώρηση των νηπτικών πατερικών κειμένωνσυνετέλεσε στην δυτικοποίηση των Ορθοδόξων. Βέβαια, είναι γεγονός ότι όταν κανείς διαβάση «την μίμησιν του Χριστού» θερμαίνεται συναισθηματικά, άλλ’όμως εκτρέπεται, χωρίς να το καταλάβη, από την γνήσια έκφραση της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Και κλασσικό παράδειγμα ασκητικού βιβλίου, που εγράφη από συγγραφέα που βρισκόταν στην κατάσταση της πλάνης που ονομάζεται «απόνοια», μπορούμε να θεωρήσωμε την «Μίμηση του Χριστού» του Θωμά Κεμπισίου.
Αποπνέει μια λεπτή φιληδονία και υψηλοφροσύνη, που σε ανθρώπους γεμάτους πάθη και τυφλωμένους από αυτά προκαλούν έναν ηδονισμό, που αυτοί τον θεωρούν «πρόνευση της θείας χάριτος»! Οι ταλαίπωροι! Οι εσκοτισμένοι! Δεν το καταλαβαίνουν καν, ότι οσφραινόμενοι την Λεπτή αυτήν ευωδία των παθών που ζουν μέσα τους, ηδονίζονται εξαιτίας της. Και — στην τύφλωσή τους — την θεωρούν «οσμή της θείας χάριτος»! Δεν το καταλαβαίνουν, ότι άξιοι να δεχθούν την οσμή, να αισθανθούν την ευωδία της χάριτος, είναι μόνον οι άγιοι! Ούτε ότι, για να αισθανθή ο άνθρωπος την πνευματική γλύκα μέσα του, πρέπει πρώτα να αποκτήσει μετάνοια και να καθαρθή από τα πάθη!
Ο αμαρτωλός πρέπει να το καταλάβει, ότι δεν είναι ούτε ικανός ούτε άξιος για πνευματική γλύκα! Και οφείλει να το ομολογεί και να το διακηρύττει, ότι είναι ανάξιος για αίσθηση τέτοιας γλύκας πνευματικής. Και αν αρχίσει κάτι τέτοιο να του έρχεται, οφείλει να μη το αποδέχεται· αλλά να το απορρίπτει σαν κάτι το ξένο· σαν μια ολοφάνερη και πανώλεθρη αυταπάτη· σαν μια εκλεπτυσμένη κίνηση ματαιοδοξίας, υψηλοφροσύνης και ηδυπαθείας.
Αγ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ: «ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ», ΤΟΜΟΣ Α΄, ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΠΡΕΒΕΖΗΣ 1993, σσ. 136-137.(Προσθήκη δική μας. Δεν υπάρχει στο κείμενο του Σεβασμιωτάτου)
|
Το εκπληκτικότερο είναι ότι η μετάφραση και κυκλοφορία του στην ελληνική γλώσσαεγκρίθηκε και ευλογήθηκε και από την Ιερά Σύνοδοτης Εκκλησίας της Ελλάδος παλαιότερα, η οποία το συνιστά «ως βιβλίον χρήσιμον και αναγκαίον παντί χριστιανώ προς φωτισμόν του νοός και αιχμαλώτισιν της καρδίας εις το ποιείν το θέλημα του Θεού και ζην μετά αυταπαρνήσεως»2. Μάλιστα, οι εκδότες του βιβλίου αυτού στην ελληνική γλώσσα θεωρούν ότι μέσα σε αυτό «ο κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτόν του και την ιδιαιτέραν του περίπτωσιν. Εκ της αναγνώσεώς της δε, ενσταλάζεται εις την ψυχήν βάλσαμον παρηγορίας και κατανύξεως»3.
Στους λόγους αυτούς, τόσο της Ιεράς Συνόδου όσο και των εκδοτών, φαίνεται η εκκοσμίκευση στην Εκκλησία και την θεολογία, όπως παρατηρήθηκε κατά τους παλαιοτέρους χρόνους. Το βιβλίο αυτό, εκτός του ότι εκφράζει την κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους της εκκλησιαστικής ζωής, συγχρόνως επηρέασε και την συγγραφή πολλών άλλων βιβλίων μέσα σε αυτό το πνεύμα και σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Πράγματι, ο αναγνώστης, με την προσεκτική μελέτη του, θα διαπιστώση ότιτο ίδιο πνεύμα αποτυπώνεται και σε άλλα «ορθόδοξα» βιβλία, γραμμένα από ορθοδόξους Κληρικούς και λαϊκούς, τα οποία, βέβαια, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στην εκκλησιαστική ζωή.
Εντοπίζεται από την Ιερά Σύνοδο ότι το βιβλίο αυτό βοηθά στον φωτισμό του νοός, πράγμα το οποίο σημαίνειότι ο νους ταυτίζεται με την λογικήκαι συνδέεται στενά ο φωτισμός με την συσσώρευση γνώσεων, εικόνων και ευσεβών λογισμών.Αυτό δείχνει και την προσπάθεια που καταβλήθηκε με τα Κατηχητικά Σχολεία να αντικατασταθή, ασυνείδητα ή συνειδητά, η πατερική θεραπευτική μέθοδος, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση, με μια αναιμική και επιφανειακή πνευματικότητα.
Το βιβλίο διαιρείται σε τέσσερα επί μέρους βιβλία. Το πρώτο έχει τίτλο «συμβουλές για την πνευματική ζωή», το δεύτερο «συμβουλές που πρέπει να απευθύνουμε στον εαυτό μας», το τρίτο «δια την εσωτερικήν παρηγορίαν» και το τέταρτον «το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας». Τα τέσσερα αυτά βιβλία χωρίζονται σε μικρότερα κεφάλαια, τα οποία πάλι υποδιαιρούνται σε πολλές παραγράφους.
Θα ήθελα να δούμε μερικά βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την «μίμησιν του Χριστού». Βέβαια, δεν είναι εύκολη η πλήρης αναφορά και παρουσίαση όλων των θετικών και αρνητικών στοιχείων, αλλά θα παρουσιάσουμε την ατμόσφαιρα που το διακρίνει.
Ο συγγραφεύς στην αρχή του βιβλίου, καθορίζοντας την έννοια της μιμήσεως του Χριστού και ερμηνεύοντας τον λόγο του Χριστού «ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, άλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. η 12), λέγει ότι ο Κύριος μας καλεί να μιμηθούμε την ζωή Του και να ακολουθήσουμε «το παράδειγμά Του αν ποθούμε πραγματικά το φως το αληθινό». Η ερμηνεία αυτή είναι ακαθόριστη, άγευστη και άοσμη. Το φως της ζωής που είναι το άκτιστο φως, ερμηνεύεται πολύεπιφανειακά, και μάλιστα λέγεται ότι θα φθάσουμε εκεί εάν ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χριστού.
Το ότι μέσα στα πλαίσια αυτά βλέπει την μίμηση του Χριστού φαίνεται από την αμέσως επομένη παράγραφο που λέγει: «Η πρώτη λοιπόν φροντίδα της ζωής μας ας είναι η επιμελής μελέτη και σπουδή, της ζωής του Κυρίου Ιησού»4.
Πρόκειται για μια σπουδή και μελέτη της ζωής του Χριστού της ιστορίας.
Επίσηςπαρουσιάζεται μια διαλεκτική αντίθεση μεταξύ της διδασκαλίας του Χριστού και της διδασκαλίας των αγίων. Ξέρουμε από την Βιβλικοπατερική παράδοση, όπως την εκφράζει και ο Απόστολος Παύλος που ζητά να τον μιμηθούν οι Χριστιανοί, ότι οι άγιοι είναι μέλη του Σώματος του Χριστού και όσοι έφθασαν στην θέωση είναι θεόπνευστοι. Στην «μίμησιν του Χριστού» λέγεται με σιγουριά ότι «καμμιά άπ’ τις διδασκαλίες των Αγίων δεν μπορεί να συγκριθή με την διδασκαλία του Ιησού»5.
Η αξία και η αναγκαιότητα της μιμήσεως του Χριστού στηρίζεται στο γεγονός ότιμε τον Χριστό όλα τα πράγματα θα πάνε καλά. Σ’ ένα αφηρημένο και πολύ αφοριστικό ορισμό λέγεται: «Αν είναι μαζή σου ο Χριστός όλα θα πηγαίνουν καλά και τίποτε δεν θα σου φαίνεται βαρύ»6. Φαίνεται ότιη σχέση με τον Χριστό μπαίνει σε μια χρηστική διαδικασίακαι σε μια σκοπιμότητα ωφελιμιστική. Δεν γίνεται λόγος για το εν Χριστώ, αλλά για «μαζή με τον Χριστό».
Η μελέτη του βιβλίου «η μίμησις του Χριστού» αποδεικνύει ότι είναιεντελώς ξένη προς την Ορθόδοξη θεολογία.Ο συγγραφεύς αποφεύγει την δογματική αναφορά. Είναι γνωστόν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για αγιασμό και θέωση, αν δεν καθορίσουμε τι είναι ο Χριστός, τι σημασία έχει η Χάρη του Τριαδικού Θεού, τι είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως κ.λ.π. Στο βιβλίο όμως που εξετάζουμε αποφεύγονται τέτοιες τοποθετήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα:
«Τι θα σε ωφελήσουν οι βαθυστόχαστες σκέψεις και συζητήσεις για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, αν δεν υπάρχη μέσα σου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, με το οποίον γίνεσαι ευάρεστος εις Αυτήν;...Ας νοιώθω λοιπόν, βαθειά μέσ’ την καρδιά μου την κατάνυξι κι ας μη μπορώ να δώσω τον επιστημονικό της ορισμό»7.
Όταν η κατάνυξη και η ταπείνωση δεν απορρέουν από την δογματική θέση, όταν, δηλαδή το δόγμα δεν συνδέεται με το ήθος, τότε δεν συνιστά γνήσια πνευματικότητα, αφού εκεί μπορούν να εισχωρήσουν πολλά είδη κατανύξεως και πνευματικότητος. Κάθε ταπεινοφροσύνη και αρετή, και κάθε κατάνυξη που είναι αποξενωμένη από την αλήθεια του Θεού και την ενανθρώπηση του Χριστού είναι νεφελώδης, μπορεί να καταλήξη σε ουμανιστική ζωή και βέβαια συνιστά μια δαιμονιώδη φαρισαϊκή νοοτροπία.
Το ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο μέσα στην δυτική «πνευματικότητα» φαίνεται από το γεγονός ότιέχουν εισχωρήσει και δογματικές αντιλήψεις που εκφράζουν την αίρεση της Δύσεωςκαι βέβαια απορρίπτονται από την ορθόδοξη διδασκαλία. Σε κάποιο κεφάλαιο ο συγγραφεύς παρουσιάζει τον Χριστό να λέγη στον Ιερέα του: «Εσύ αξιώθηκες να γίνης ιερεύς, πρέπει να μιμήσαι το παράδειγμά ΜΟΥ. Εγώ επάνω στο Σταυρό προσέφερα τα πάντα θυσία στον Πατέρα μου για να εξιλεώσω την δίκαια οργή του»8.Η θεωρία περί της εξιλεώσεως της θείας δικαιοσύνης συνιστά αίρεσηκαι φυσικά δεν είναι ορθόδοξη. Εδώ παρουσιάζεται ο Θεός ότι δίκαια οργίζεται και έτσι ο Χριστός θυσιάστηκε για να εξιλεώση την οργή του Πατέρα Του. Αυτό, βέβαια, αντανακλά σε όλη την πνευματική ζωή του Χριστιανού, αφού ο Χριστιανός με τον ασκητικό του αγώνα αποβλέπει στο να εξιλεώση και εκείνος τον Θεό. Σ’ ένα σημείο λέγει: «σου προσφέρω όλα μου τα αμαρτήματα· όλες εκείνες τις πράξεις και τις σκέψεις τις ανάρμοστες με τις οποίες πρόσβαλα την αγαθότητά σου»9.
Η παραθεώρηση του δόγματος από την ζωή του Χριστιανού ανοίγει τον δρόμο για την ευσεβιστική θεώρηση της πνευματικής ζωής. Με τον όροευσεβισμόεννοούμε τον ατομικισμό, τον περιορισμό στις ατομικές λογικές σκέψεις που δεν συνδέονται με την εσωτερική ζωή, την προσμέτρηση των αρετών, χωρίς να γίνεται αναφορά στα πάθη. Αλλά και αν κάποτε γίνεται λόγος για πάθη αυτά θεωρούνται πολύ επιφανειακά. Σ’ ένα μικρό κεφάλαιο με τίτλο «ο καρδιογνώστης Κύριος πρέπει να μας βρίσκη καθημερινώςκαλύτερους» λέγεται ότι, επειδή ο Θεός ερευνά τις καρδιές μας, πρέπει η εσωτερική ζωή να είναι υποδειγματική. Γράφει: «Δεν πρέπει να υπάρξη μέσα μας ούτε η παραμικρή περίπτωσις στην οποία δεν θα είμεθα εμπρός στα μάτια του Θεού καθαροί και αγνοί. Κάθε καινούργια ημερα πρέπει να είναι όπως η πρώτη εκείνη ημέρα της επιστροφής μας στο Χριστό. Συνεχής ανανέωσις των αποφάσεών μας και αδιάκοπος τροφοδοσία του ζήλου μας πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της ζωής μας»10.Η αίσθηση ότι κάθε στιγμή και ώρα πρέπει να είμαστε καθαροί και αγνοί, η ανανέωση που πρέπει να γίνεται με συνεχείς αποφάσεις και περισσότερο ζήλο, συνιστούν μια άλλη πνευματικότητα, που είναι αποκεκομμένη από την αίσθηση ότι είμαστε οι χειρότεροι των αμαρτωλών, και ότι είμαστε ακάθαρτοι και γι’ αυτό χρειαζόμαστε το έλεος του Θεού.
Ο συγγραφεύς όμως του βιβλίου αυτού συνιστά στον αναγνώστη να προσεύχεται για την αποφυγή κάθε στενοχώριας και θλίψεως. «Ελευθέρωσε την καρδιά μου από κάθε στεναχώρια και θλίψη ώστε να μη με παραπλανήση καμμιά επιθυμία»11. Ο λόγος των Αποστόλων ότι «δια πολλών θλίψεων δει η μας εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πρ. ιδ 22) είναι ακατανόητος για τον συγγραφέα της «μιμήσεως του Χριστού». Αυτός εύχεται να απαλλαγή από κάθε θλίψη και στενοχώρια.
Βέβαια, κάνει λόγο για μετάνοια, αλλά όμως και αυτήν την βλέπει διαφορετικά. Γράφει: «αν η μετάνοιά σου είναι βαθειά, και αυτό δεν είναι κάτι το μέγα». Πέρα από την βαθειά μετάνοια και την θερμή ευσέβεια και την μεγάλη αρετή είναι η ταπεινή ιδέα για τον εαυτό μας12. Φαίνεται εδώ ότι υπάρχει ένας προβληματισμός.Πως είναι δυνατόν η μετάνοια να είναι βαθειά και ο άνθρωπος να μην είναι ταπεινός;ΟΙ Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν αυτήν την βαθειά μετάνοια, γιατί ακριβώς αυτή δείχνει και την αυτογνωσία, αλλά και την φώτιση του Θεού, αφού δεν μπορεί κανείς να δη τον εαυτό του και τα πάθη του αν δεν φωτισθή από τον Θεό.
Σε κάποιο σημείο παρουσιάζει τον Χριστό να απευθύνεται στον ιερέα και να του τονίζη ότι πρέπει να έχη επίγνωση των αμαρτιών του και να μετανοήση. Αναφέρει πολλές αμαρτίες για τις οποίες ο ιερεύς πρέπει να λυπάται. Μερικές από αυτές είναι το εύκολο γέλιο, η άνεση και η πολυτέλεια, η κακή συμπεριφορά και οι αδιάκριτες πράξεις, η λαιμαργία στο φαγητό και το ποτό, η προθυμία στις φλυαρίες, το αχαλίνωτο του στόματος, ο θυμός και η προσβολή των αδελφών, η αδιαφορία για τα καθήκοντα κ.λ.π.13.Αν συγκρίνη κανείς αυτές τις αμαρτίες με τα πάθη και τις αμαρτίες που παρουσιάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, τότε βλέπει τηνπαρεκκλίνουσα πνευματικότητα.
Εκεί όμως που φαίνεται η διαφοροποίηση του βιβλίου από την μίμηση του Χριστού, όπως την αναλύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι στο θέμα τουσυναισθηματισμού. Σε όλο το βιβλίο αυτόεπικρατεί έναςέντονος συναισθηματισμός, ο οποίος τις περισσότερες φορές κουράζει. Ο συναισθηματισμός αυτός συνδέεται και εκφράζεται με έναν εξομολογητικό τόνο, που θυμίζει τις εξομολογήσεις του ιερού Αυγουστίνου. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο συγγραφεύς είναι άγνωστος στον ανατολικό ορθόδοξο χώρο. Αν διαβάση κανείς τις εξομολογητικές προσευχές των αγίων Πατέρων θα διαπιστώση ότι διαποτίζονται από μια άλλη ατμόσφαιρα, η οποία συνιστά πνευματική υγεία και αρχοντιά. Θα ήθελα να παραθέσω ένα δείγμα γραφής:
«Φλέγομαι ολόκληρος από τη λαχτάρα να ενωθώ μαζή σου. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μου δώσης τον Εαυτό σου, γιατί ξέρω ότι καμμιά παρηγοριά μακρυά από σένα δεν υπάρχει...Κι εσύ στοργικέ μου Κύριε, με ευσπλαχνίζεσαι όπως είπες τότε για τους όχλους “σπλαχνίζομαι επί τον όχλον, και απολύσαι αυτούς νήστεις ου θέλω, μήποτε εκλυθώσιν εν τη οδώ”. Κι εμένα λοιπόν, γλυκεία της ψυχής μου τροφή, μεταχειρήσου με με τον ίδιο τρόπο, ώστε να πάρω κι εγώ το μερίδιό μου από την αιώνια κληρονομιά»14.
Κάπου αλλού λέγει:
«Κύριέ μου. Αν έχω ένα στήριγμα για την ψυχή μου, αυτό είσαι Εσύ. Αν υπάρχη Κάποιος στον οποίο να μπορή να στηριχθή η αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως Αυτός είσαι Εσύ. Στις θλίψεις τους, δίνεις παρηγοριά. Όταν τσακίζωνται και πέφτουν σκύβεις και τους σηκώνεις. Όταν αποθαρύνωνται εσύ τους εμψυχώνεις κι η χάρις Σου σκορπίζει φως στις σκοτεινές τους τις ψυχές. Πόσο μεγάλος είσαι Κύριε, προστάτη των φτωχών οδοιπόρων τούτου του ματαίου κόσμου... Εσύ Θεέ μου είσαι η πάντοτε ξεχυλισμένη από κρύο καθαρό νερό πηγή. Εσύ είσαι η άσβυση παντοτινή φωτιά. Αν είμαι ανάξιος να πιώ από το καθαρό νερό της πηγής Σου, άφησέ με τουλάχιστον μια μόνο σταγόνα να ρίξω στα φλογισμένα μου χείλη, ώστε να μη ξεραθή ολότελα της ζωής μου το δένδρο. Κι αν δεν μπορώ να έχω πάντοτε θερμή και φλογισμένη την ψυχή μου από την θεία φωτιά σου, άσε με τουλάχιστον να κρατώ μια έστω σπίθα από το απρόσιτο φως του Προσώπου Σου»15.
Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν καθαρά ότι ο συγγραφεύς επιδιώκει να προσφέρη στον αναγνώστη μια ψυχολογική και συναισθηματική ατμόσφαιρα.Οι άγιοι Πατέρες έχουν υπογραμμίσει τον σοβαρό κίνδυνο που προέρχεται από την σύγχυση μεταξύ των ψυχολογικών εκδηλώσεων και των πνευματικών βιωμάτων. Η έντονη συναισθηματικότητα, όταν μάλιστα παρατείνεται στην ζωή του ανθρώπου, δημιουργεί πολλά προβλήματα, δεν αφήνει τον άνθρωπο να δη βαθύτερα την πνευματική του ζωή.
Έτσι, λοιπόν, η μίμηση του Χριστού στο βιβλίο «η μίμησις του Χριστού» εξαντλείται στην επιφάνεια, δεν έχει σχέση με την εν Χριστώ ζωή, όπως την παρουσιάζουν οι άγιοι Πατέρες.
Γράφοντας τα ανωτέρω για την «μίμησιν του Χριστού» του Θωμά Κεμπησίου, έχω ύπ’ όψη μου τις επανειλημμένες εκδόσεις που έγιναν στην ελληνική γλώσσα, κυρίως την έκδοση του 1958, η οποία, όπως φαίνεται, είναι μετάφραση του αρχικού κειμένου, με διάφορες αλλαγές.
Τελευταία εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο «ερμηνείαι ευσεβείς περί μιμήσεως του Χριστού» (Γρεβενά 1985), το οποίο στηρίζεται σε έκδοση του Δημητρίου Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων (Βενετία το 1770) και καθώς λέγεται αυτή η έκδοση θεωρείται πληρεστέρα από ορθοδόξου πλευράς.
Το πνεύμα των νέων κειμένων βασικά είναι το ίδιο και σε γενικές γραμμές ισχύουν τα όσα είπαμε προηγουμένως, απλώς σε μερικά σημεία είναι διαφορετική η μεταφραστική εργασία, καθώς επίσης και διορθώνονται η προστίθενται μερικές φράσεις, οι οποίες, καθώς λέγεται από τον έκδοτη, είχαν αφαιρεθή από τους Λουθηρόφρονας της Χάλας στην Σαξωνία.
Στην έκδοση αυτή προστίθενται δύο νέα κεφάλαια.
Πρώτον, ένα πρόλογος του έκδοτου με τίτλο «παραίνεσις οπλοφόρος» στην οποία αναιρούνται μερικές απόψεις των Λουθηροκαλβίνων σχετικά με την τιμητική προσκύνηση της Θεοτόκου και των αγίων, και παρουσιάζεται η αξία της Ιεράς Παραδόσεως. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται χωρία Πατέρων, κυρίως δυτικών. Έτσι, λοιπόν, γίνεται υπεράσπιση των ορθοδόξων απόψεων και διδασκαλιών, ώστε το βιβλίο αυτό να γίνη ευπρόσδεκτο από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Δεύτερον, σε κάθε κεφάλαιο του αρχικού βιβλίου της «μιμήσεως του Χριστού» προστέθηκαν τρία τμήματα, ήτοι στοχασμοί («στόχασες»), αποφάσεις («απόφασες»), κατάνυξις («κατάνυξες»), που είχαν αφαιρεθή από άλλες εκδόσεις. Ο συντάκτης των κειμένων αυτών παραμένει άγνωστος. Η μελέτη τους καθιστά φανερό ότι δεν προέρχεται από τον συγγραφέα της μιμήσεως του Χριστού, η οποία αποδίδεται στον Θωμά Κεμπήσιο, αλλά από κάποιον άλλο μεταγενέστερο εξηγητή. Έτσι, μετά την ανάγνωση κάθε κεφαλαίου της «μιμήσεως του Χριστού» ακολουθούν στοχασμοί πάνω στο κείμενο που προηγήθηκε, τις περισσότερες φορές με τον τύπο ερωτήματος, έπειτα ακολουθούν αποφάσεις πάνω στους προβληματισμούς των στοχασμών, και στην συνέχεια κατακλείονται με μια κατάνυξη, που στην πραγματικότητα είναι προσευχή.
Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά τα παρέμβλητα κείμενα «στόχασες-απόφασες-κατάνυξες», μέσα από το πρίσμα της νηπτικής, αλλά και Θεολογικής παραδόσεως των Ορθοδόξων Πατέρων, θα διαπιστώσηότι υπολείπονται κατά πολύ από την Ορθόδοξη διδασκαλία, δεν κινούνται μέσα σε ορθόδοξα και εκκλησιαστικά πλαίσια, τόσο από απόψεως μορφής όσο και από απόψεως νοήματος. Μάλιστα, αν θελήση κανείς να σχολιάση από πατερικής πλευράς πολλές φράσεις, τότε θα διαπιστώση τηνπαρέκκλιση από την Ορθόδοξη Πνευματικότητα. Επομένως, ισχύουν και για την έκδοση αυτή ό,τι είπαμε προηγουμένως.
Ο Έλληνας έκδοτης που προσπαθεί ναορθοδοξοποιήσητο βιβλίο«μίμησις του Χριστού» σε κάποιο σημείο ονομάζει την Αγία Γραφή Λόγο του Θεού και «την μίμησιν του Χριστού», «ωσάν μιαν πηγήν Αγιωσύνην, από την οποίαν (πολλοί) επιθυμούσαν να πίνουν όλην την ημέραν την Ουράνιον χάριν»16. Ήδη και αυτές οι φράσεις, που γράφονται από «ορθόδοξο» έκδοτη, ο οποίος προσπαθεί να πολεμήση τους Προτεστάντας και να ορθοδοξοποιήση την «μίμησιν του Χριστού» δείχνουν τον επηρεασμό του από την δυτική θεολογική προβληματική.Γιατί η Αγία Γραφή δεν είναι Λόγος Θεού, αλλά λόγος περί του Λόγου, και ποτέ δεν είναι δυνατόν ένα βιβλίο να είναι πηγή Αγιωσύνης που τροφοδοτεί τους ανθρώπους με την Ουράνια Χάρη.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότιείναι αρκετά δύσκολονα καταλάβη κανείς ότι το περιεχόμενο «της μιμήσεως του Χριστού» δεν κινείται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσιακαι δεν μπορεί να βοηθήση τον Χριστιανό. Αυτό συμβαίνει, γιατί,δυστυχώς, έχουν χαθή από τον πολύ κόσμο τα κριτήρια της Ορθοδόξου Πνευματικότητος, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδόξου Παραδόσεως.Έχω την γνώμη ότι αυτό το σημείο είναι το πιο επικίνδυνο και κρίσιμο στις ημέρες μας.Μπορεί κάποιος να διαβάση τρία βιβλία περί προσευχής γραμμένα από ένα Ορθόδοξο, ένα Παπικό και ένα Προτεστάντηκαι να μη καταλάβη το υπόβαθροκάθε βιβλίου, ούτε τις προϋποθέσεις με τις οποίες γράφτηκε, αλλά να θεωρήση ότι και τα τρία βιβλία είναι εξ ίσου καλά και ωφέλιμα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Κάποιος Ορθόδοξος Θεολόγος, χαριτολογώντας, αλλά και εκφράζοντας την πνευματική σύγχυση των ημερών μας, είπε ότι είναι δυνατόν και ο διάβολος να γράφη για την προσευχή και όμως μερικοί Χριστιανοί να μη το αντιληφθούν.
Η «μίμησις του Χριστού», όπως είπαμε προηγουμένως, δημιουργεί μια συναισθηματική ατμόσφαιρα, βοηθά τον άνθρωπο να προσέχη τις σκέψεις και τις πράξεις του, αλλά τελικά εξαντλείται σε ευσεβείς σκέψεις και συναισθηματικές καταστάσεις. Για να διαπιστώση κανείς αυτό το γεγονός θα πρέπει να διαβάση το βιβλίο αυτό παράλληλα με άλλα ορθόδοξα και πατερικά βιβλία, στα οποία γίνεται λόγος για την μίμηση του Χριστού που ταυτίζεται με την εν Χριστώ ζωή. Τότε θα διαπιστώση ότι, ενώ στο βιβλίο του Θωμά Κεμπησίου γίνεται λόγος για μίμηση του παραδείγματος του Χριστού, στα άλλα βιβλία γίνεται λόγος για ενότητα του ανθρώπου με τον Χριστό και μέθεξη των άκτιστων ενεργειών του Θεού.Δηλαδή, δεν πρόκειται για μια εξωτερική συμμόρφωση της ζωής μας προς την ζωή του Χριστού, αλλά για κάθαρση, φωτισμό και θέωση του ανθρώπου, με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού Χάριτος.
1. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια τόμ. ΣΤ', 587 και Η' στ. 1160 - 1161
2. Η μίμησις του Χριστού, έκδ. Φως, Αθήνα 1958, σελ. 8
3. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 7
4. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 9-10
5. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 10
6. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 95
7. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 10
8. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 292
9. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 294
10. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 47
11. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 188
12. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 109-110
13. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 209
14. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 280-281
15. ΈνΘ. ανωτ. σελ. 284-285
16 Ερμηνείαι ευσεβείς περί μιμήσεως του Χριστού, Γρεβενά 1985
Απόσπασμα από το «Η μίμηση του Χριστού κατά τηνΟρθόδοξη Παράδοση»
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» ΣΕΠΤ-ΟΚΤ. 1996 ΤΟΜΟΣ 79
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013
Read more:http://www.egolpion.net/mimisi_xristou.el.aspx#ixzz2jYHuj2U8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου